Μεγαλώσαμε με κολλητούς μεγαλύτερους από εμάς κι αυτό εν μέρει μας έκανε αυτό που είμαστε σήμερα.

Ζήσαμε μια παιδική ηλικία δίπλα σε ανθρώπους μεγαλύτερους από εμάς. Αυτό μας άνοιξε το μυαλό, μας έκανε ίσως λιγάκι πιο δυνατούς και σίγουρα μας άλλαξε τον κόσμο όλο. Υπήρξαμε κι εμείς που δεν μπορούσαμε να κάνουμε παρέα πάντα με παιδιά της ηλικίας μας, κυρίως γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε ένα κοινό σημείο μαζί τους. Ήταν άλλες οι ιδέες, άλλες οι ασχολίες, άλλα ντάλα γενικά και εμείς ήμασταν παιδιά μεν, αλλά μεγαλύτερα στο μυαλό δε.

Τότε αρχίσαμε λίγο-λίγο να συνειδητοποιούμε ότι η μοίρα μας είναι να συναστρεφόμαστε, σχεδόν αποκλειστικά, ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από εμάς. Κάποιοι άνθρωποι τότε κάνοντας παρέα μαζί μας, μας άνοιξαν το μυαλό και τους χρωστάμε πολλά γι’ αυτό. Σαν μεγαλύτεροι ήξεραν πώς να μας μιλήσουν, πώς να κάνουν το μυαλό μας να λειτουργήσει. Ήξεραν πώς να μας κάνουν να ανοίξουμε τα στραβά μας και να δούμε τα πράγματα πέρα από τη ροζ φούσκα της μικρής μας ηλικίας. Και συνήθως μας έκαναν καλό. Γιατί εξαιτίας τους σταματήσαμε να έχουμε μυαλά μικρού παιδιού και ωριμάσαμε λίγο καλύτερα και λίγο περισσότερο.

Και στην εφηβεία μας, τους είχαμε ανάγκη περισσότερο, γιατί στα μεγάλα ζόρια δραματοποίησης που οι ορμόνες μας προκαλούσαν, αυτοί ήταν εκεί να μας πουν «Δεν είναι και τόσο σοβαρό, μην κάνεις έτσι» και να μας εξηγήσουν απλά πώς έχουν τα πράγματα χωρίς να μας αφήσουν περιθώρια να δραματοποιήσουμε περισσότερο τις καταστάσεις που ζούσαμε.

Τους χρωστάμε πολλά, γιατί μας έδειξαν τον κόσμο με υπομονή κι αφοσίωση και μας έδειξαν αγάπη και εμπιστοσύνη όταν εμείς οι ίδιοι φοβόμασταν πως θα κάναμε τις μεγαλύτερες μαλακίες. Μας έδιναν συμβουλές όταν προχωρούσαμε στη διάρκεια της ζωής μας και μας έκαναν να νιώσουμε λιγότερο τρόμο για όσα θα ακολουθούσαν. Ήταν -ως ένα βαθμό- οι δάσκαλοί μας στον έξω κόσμο.

Όταν είχαμε προβλήματα τρέχαμε να τους τα πούμε πρώτον για να ξαλαφρώσουμε απ’ αυτό το βάρος και δεύτερον για να μας βρουν έναν τρόπο να ξεφύγουμε απ’ όλο αυτό που μας τάραζε την ηρεμία κι αυτοί μ’ έναν τρόπο, τόσο μαγικό στα μάτια μας, μας έβρισκαν τις λύσεις. Λειτουργούσαν ως ο «από μηνανής Θεός» που έφτανε πάντα όταν τα πράγματα γινόντουσαν πιο μαύρα απ’ ό,τι έπρεπε.

Δάσκαλοι, ψυχολόγοι, σοφέρ. Είχαν όλες τις αρμοδιότητες όταν επρόκειτο για εμάς. Συχνά-πυκνά, ίσως τσακωνόμασταν μαζί τους για διάφορους λόγους, αλλά πάντα βρισκόταν η λύση κι αυτό ήταν κάτι πολύ ευχάριστο και απ’ τις δυο πλευρές.

Το ωραίο ήταν ότι πολλές φορές κι αυτοί είχαν ανάγκη από κάποιον δίπλα τους και εμείς -αν και μικρότεροι- ήμασταν εκεί να τους συνεφέρουμε και να τους σηκώσουμε απ’ τα πατώματα με κάθε τρόπο, είτε θεμιτό είτε αθέμιτο! Νιώθαμε για λίγο μεγαλύτεροι και τρέχαμε να μαζέψουμε τα σπασμένα του «μεγάλου» που τόσες φορές στάθηκε επάξια δίπλα μας, σε κάθε δυσκολία. Αυτό μας έκανε περήφανους για τον εαυτό μας και μας έδινε μια αίσθηση ότι όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Πεισμώναμε να κρατήσουμε αυτή τη φιλία, γιατί μέσα απ’ αυτήν πήραμε και δώσαμε πράγματα μεγάλης αξίας. Είτε κράτησαν, λοιπόν, αυτές οι ανθρώπινες σχέσεις είτε όχι, εμείς κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε κι αυτό ήταν που μας πήγαινε πάντα λίγο πιο μπροστά από τα υπόλοιπα παιδιά που βρίσκονταν στην ίδια ηλικία με εμάς.

 

Συντάκτης: Πάνος Κούλης
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου