Η πολιτική ορθότητα αποτελεί κοινωνικό κίνημα το οποίο σε μεγάλο τμήμα του συνίσταται στην αποφυγή κι αντικατάσταση συγκεκριμένων λέξεων κι εκφράσεων που φέρουν αρνητικό πρόσημο, καθώς ιστορικά αυτές χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο ώστε να στοχοποιήσουν, να προσβάλουν, να μειώσουν, να υποτιμήσουν και να χλευάσουν κοινωνικές ομάδες (π.χ. άτομα με αναπηρίες, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, διαφορετικοί σωματότυποι, μειονότητες κ.λπ) οι οποίες διακρίνονταν από κάποια ιδιαιτερότητα-ιδιομορφία σωματική ή μη.
Προς αντιμετώπιση και ίαση των κοινωνικών διακρίσεων και μετριασμό του ρατσισμού που πολύ συχνά υφίστανται τα άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες, γίνεται μέσω αυτού του κινήματος μια προσπάθεια, μέσα από το γλωσσικό πλαίσιο ώστε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές, να επιχειρείτε πάνω απ’ όλα με σεβασμό προς τον άνθρωπο. Ωστόσο, έχει άραγε πραγματικά τόση σημασία να αντικαθιστούμε όρους που έχουν στιγματιστεί λόγω της χρήσης τους ως προσβλητικοί, εάν η πρόθεση που έχει ο ομιλητής εξακολουθεί να είναι το να θίξει και να προσβάλει;
Οι λέξεις στη γενικότητά τους αποτελούν απλώς οχήματα της επικοινωνίας και λαμβάνουν κάθε φορά την έννοια που ο χρήστης τους επιθυμεί να τους προσδώσει, ενόψει και του πλαισίου μέσα στο οποίο χρησιμοποιούνται. Οι ίδιες, από μόνες τους, είναι κατά κανόνα ουδέτερα χρωματισμένες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συναντάται συχνά είναι η χρήση του όρου «αυτιστικός». Η λέξη αυτή σύμφωνα με ένα απλό λεξικό της κοινής ελληνικής έχει την έννοια πως κάποιος βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, φέρει κάποιο σύνδρομο ή κάποιου άλλου είδους αναπηρία κτλ. και κατά κανόνα με ακριβώς αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιείται. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός ως προσβολή όταν κάποιος κάνει μια γκάφα ή κάτι που θεωρείται ανόητο, υπονοώντας με αυτόν τον τρόπο πως το άτομο στο οποίο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός είναι χαμηλής νοημοσύνης. Ακριβώς επειδή έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς χλευαστικά και υποτιμητικά, η γενική τάση είναι, πως εφόσον ο όρος αυτός μετατράπηκε σε προσβολή, θα πρέπει πλέον να βρεθεί μια νέα ορολογία για τα πρόσωπα που βρίσκονται στο φάσμα ώστε να εκλείψει αυτή η κοινωνική διάκριση σε βάρος τους, η περιθωριοποίηση και ο αποκλεισμός τους. Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρείται πολιτικά ορθότερο (αν και έχει αρχίσει να επανεξετάζεται κι αυτός ο ορισμός ως μη ορθός) να αποκαλούμε τα άτομα αυτά ως «άτομα με ειδικές ικανότητες», ενώ αντίθετα κατά γενική ομολογία είναι τουλάχιστον αγενές να χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως «αυτιστικός», «καθυστερημένος», «ανάπηρος» κ.τλ.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η πραγματικότητα δε μεταβάλλεται αναλόγως των λέξεων που θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε. Ένα παιδί που ανήκει στο φάσμα θα εξακολουθεί να έχει το νοητικό αυτό πρόβλημα είτε ονομαστεί «αυτιστικό» είτε «παιδί με ειδικές ανάγκες ή ειδικές ικανότητες». Ένας άνθρωπος με πιο γεμάτη φιγούρα θα συνεχίσει να διατηρεί το ίδιο σωματικό βάρος είτε αποφασίσει κανείς να χρησιμοποιήσει την έκφραση «χοντρός» είτε «εύσωμος» είτε «παχουλός».
Οι αρνητικά φορτισμένες λέξεις δεν είναι εκ φύσεως προσβλητικές, ούτε είχαν από μόνες τους αυτή την αρνητική χροιά. Αντικειμενικά, αποδίδουν το ίδιο νόημα με τις πολιτικά ορθές αντικαταστάτριές τους. Το πρόβλημα με αυτές είναι πως αντανακλούν σε μια άλλη νοοτροπία και σε μια άλλη κοινωνία. Σε μια κοινωνία που αρνούμενη να αποδεχτεί την ποικιλομορφία και διαφορετικότητα των μελών της, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως όπλο τις λέξεις και να στιγματίσει, να θέσει ταμπέλες και να καταστήσει δακτυλοδεικτούμενους ανθρώπους που για τους εκάστοτε λόγους διέφεραν από όσα το κοινωνικό σύνολο αποδεχόταν και πρόσταζε ως «φυσιολογικά». Οι λέξεις δεν ήταν ήδη εκεί για να προσβάλλουν. Η πρόθεση τής κοινωνίας ήταν να προσβάλλει και δημιούργησε τις λέξεις για να το κάνει. Σήμερα, η γενική πρόθεση είναι η αποδοχή και ο σεβασμός προς κάθε άνθρωπο και αυτό έρχεται να υλοποιήσει η πολιτική ορθότητα.
Δεδομένου, όμως, πως οι διακρίσεις δεν έχουν πάψει να υφίστανται, φαίνεται πως η διόρθωση των κοινωνικών διακρίσεων δεν επέρχεται έτσι απλά με μόνη την αντικατάσταση των όρων. Αυτό διότι σε κάθε περίπτωση οι λέξεις αποτελούν κατά κύριο λόγο το εξωτερικό περίβλημα μιας άποψης, μιας γνώμης, ενός σχολίου. Ένα αρνητικό σχόλιο μπορεί πολύ εύκολα να περιβληθεί λέξεις λιγότερο αιχμηρές και προκλητικές και να μετριάζεται έτσι κατά κάποιον τρόπο η ένταση της προσβολής. Ένας ομοφοβικός, για παράδειγμα, μπορεί να κατορθώσει με περίσσεια άνεση να εξαπολύσει μια λεκτική ομοφοβική επίθεση χωρίς να προβεί στη χρήση των «κακών-απαγορευμένων» λέξεων. Αυτό δε σημαίνει πως επειδή δεν εσωκλείονται προσβολές στον λόγο, ότι αυτό που μόλις ειπώθηκε δεν εξακολουθεί να θίγει το πρόσωπο κατά του οποίου προσανατολίζεται το σχόλιο.
Εν τέλει, θα λέγαμε πως πράγματι έως έναν βαθμό έχει κάποια σημασία το πώς θα επιλέξουμε να εκφραστούμε, τι λέξεις θα χρησιμοποιήσουμε για να επικοινωνήσουμε και να εξωτερικεύσουμε μια γνώμη. Μεγαλύτερη ωστόσο σπουδαιότητα έχει το τι λέμε, η πρόθεση των λεγομένων μας και η διάθεση που υπάρχει πίσω από τι λέξεις. Διότι, το ζήτημα σε κάθε περίπτωση, δεν είναι να προσπαθούμε δεξιοτεχνικά να καμουφλάρουμε με ωραίες λέξεις αρνητικά σχόλια ώστε να ακούγονται λιγότερο προσβλητικά. Το ζήτημα είναι να μη θέλουμε να προσβάλουμε καθόλου. Με κανέναν τρόπο. Για κανέναν λόγο. Κανέναν άνθρωπο.