Μα πού πήγε πια ο έρωτας αναρωτιόμαστε όλοι σήμερα και ψάχνουμε στις γεμάτες ψίχουλα τσέπες μας, κάτω από αχρησιμοποίητα τασάκια, μέσα σε σκονισμένα κουτιά μπας και τον ξεχάσαμε κάπου εκεί και επιτέλους τον βρούμε ξανά.

Αυτή η μανιώδης αναζήτησή συμβαίνει γιατί ζούμε στην εποχή με την πιο ραγδαία αλλαγή συναισθημάτων και την πιο εύκολη αντικατάσταση συντρόφων που θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε. Ο έρωτας τείνει να γίνει ανάμνηση μιας άλλης εποχής κι εμείς να τον χαζεύουμε σε vintage βιτρίνες αναπολώντας τι όμορφα που ήταν τότε, παλιά.

Με άλλα λόγια λιγότερο ποιητικά και μπερδεύτηκα, ο έρωτας πέθανε. Τεμαχίστηκε ανάμεσα σε κάτι οθόνες και εγκλωβίστηκε σε μερικές κόκκινες καρδιές που πληθαίνουν και θεριεύουν στις ειδοποιήσεις μας. Μιλάμε για μια συνθήκη όπου ο κόσμος δυσκολεύεται να νιώσει αληθινά συναισθήματα, από εκείνα τα αυθεντικά που κινούν ακόμη και βουνά, αρνείται να δοθεί σε ένα και μόνο πρόσωπο μην τυχόν και τον πουν ακατάδεκτο οι υπόλοιποι(;). Αυτό δεν το έχω ακόμη καταλάβει. Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν όλα απλώνονται στα πόδια σου με ευκολία, συνήθως όχι μόνο δεν τα εκτιμάς, αντ’ αυτού τούς γυρίζεις την πλάτη αφού πρώτα τους έχεις δώσει και μια γερή κλωτσιά να πάνε πίσω από εκεί που ήρθαν.

Κάπως έτσι συμβαίνει και με τον ταλαιπωρημένο και κατακρεουργημένο έρωτα που του ασκούμε ανυπολόγιστη βία καθημερινά πληγώνοντας τις αληθινές καρδιές, όχι εκείνες τις κόκκινες που λέγαμε πριν, τις άλλες με το αληθινό τους σχήμα, κόκκινες από το αίμα που ρέει και μάς δίνει ζωή. Είναι εύκολος και ρηχός, πιστεύεις ότι τον βρίσκεις παντού και δεν τον λογαριάζεις για σοβαρή δουλειά, δε του δίνεις αξία και υπόσταση. Πρώτα το να είσαι ερωτευμένος με έναν άνθρωπο ήταν θείο. Ήταν μια διαδικασία μοναδική με πολλά στάδια ή και κανένα -μπαμ και κάτω- και ένιωθες την έκρηξη που συνέβαινε μέσα σου και έξω σου σε κάθε ματιά, σε κάθε άγγιγμα. Σήμερα, αν τυχόν και σταθούμε τυχεροί και πάρουμε έστω μια μικρή γεύση από τον έρωτα, ντρεπόμαστε να το ξεστομίσουμε. Πόσες φορές δεν κρατήσατε το «είμαι ερωτευμένος» κάτω από τη γλώσσα στη σκέψη ότι μπορεί να γελοιοποιηθείτε στα μάτια των φίλων σας ή ακόμη και στα μάτια εκείνου που προκάλεσε αυτό το συναίσθημα!

Ακούγεται υπερβολικό και θα έπρεπε να είναι, αλλά δεν είναι. Φοβόμαστε πια να παραδεχτούμε ότι έχουμε αισθήματα για έναν άνθρωπο επειδή οι ελαφριές και ανούσιες σχέσεις δίνουν και παίρνουν· πώς θα ξεφύγουμε εμείς από τον κανόνα; Ποιοι είμαστε εμείς για να κάνουμε μια μόνιμη και σταθερή σχέση; Τίποτα επαναστάτες; Αφού όλα είναι ρηχά εμείς πώς θα τολμήσουμε να πάμε στο βάθος; Όλα αυτά περνούν εντελώς ασυναίσθητα από το μυαλό μας κάθε στιγμή που φοβόμαστε να πούμε σε έναν άνθρωπο ότι είμαστε ερωτευμένοι μην τυχόν και τρομάξει και φύγει.

Νιώθουμε ηλίθιοι που έχουμε την ικανότητα να νιώθουμε, να πονάμε και να θέλουμε να επενδύσουμε σε έναν άλλον άνθρωπο. Νιώθουμε βλάκες επειδή δεν είμαστε αρπακτικά και δε θέλουμε κάθε μέρα κι άλλον άνθρωπο. Δε ξέρουμε εάν είμαστε με κάποιον γιατί ντρεπόμαστε να ρωτήσουμε και γιατί οι συνθήκες δεν είναι ξεκάθαρες και το χειρότερο είναι να μην ξέρεις αν μπορείς τελικά να αφήσεις τον εαυτό σου να νιώσει. Είναι αμοιβαίο; Είναι κάτι χαλαρό για το άλλο πρόσωπο; Και πώς θα το ξέρεις για να μη σπάσεις τα μούτρα σου απότομα; Βέβαια ο αληθινός αυθεντικός έρωτας φημίζεται για το αδυσώπητο σπάσιμο μούτρων οπότε εκεί ας πούμε ότι είμαστε οκ.

Μέσα από όλες αυτές τις σκέψεις σίγουρα μπορούμε λίγο να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ποιες είναι οι ανάγκες μας. Αυτό θα μάς βοηθήσει να τις επικοινωνήσουμε καλύτερα ώστε να βρούμε κάποια στιγμή τον έρωτα, να τον ξεσκονίσουμε λιγάκι.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου