Τα βλέμματα δεν κάνουν ποτέ λάθος, βρίσκουν πάντα το σωστό στόχο κι εμένα το βλέμμα μου έπεσε σε σένα. Και σε είδα. Μέσα στο χάος. Σε μια στιγμή που όλα νόμιζα ότι σταμάτησαν. Αλήθεια, έχεις νιώσει ποτέ τον χρόνο να παγώνει; Να νιώθεις ότι κάποιος πήρε ένα τηλεχειριστήριο στο χέρι του και πάτησε pause σε μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι κάπως ρομαντική αν είχε απαλή μουσική, χαμηλό φωτισμό, αλλά όχι. Είχε το άρωμα του καλοκαιριού και γεύση από παγωτό σοκολάτα αναμεμειγμένο με τζιν λεμόνι και γέλια φίλων. Αυτή ήταν η δική μου στιγμή σε μια ταινία που θα ήθελα να είμαστε πρωταγωνιστές.

Το κακό με τις ταινίες όμως είναι πως κανείς δεν ξέρει τη συνέχεια, ειδικά οι πρωταγωνιστές κι αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημά τους αφού κανένας χαρακτήρας δεν καθορίζει την πορεία του και δεν ξέρει το μέλλον του. Κάποιος άλλος γράφει την ιστορία κι εκείνοι απλά εκτελούν τη δική του φαντασίωση. Γελούν, ερωτεύονται, χαίρονται, δακρύζουν, νιώθουν κι όμως δεν έχουν επιλέξει τίποτα απ΄ όλα αυτά. Εμπόδια, μπερδέματα, παρεξηγήσεις κι ένα σωρό ανατροπές μπαίνουν στο παιχνίδι για να κάνουν το σενάριο πιο ενδιαφέρον και τις ζωές των πρωταγωνιστών πιο δύσκολες. Κάποιοι καταφέρνουν να τα περάσουν, εκείνοι που ο συγγραφέας τούς έπλασε δυνατούς και τους χάρισε έναν έρωτα αληθινό και δυνατό. Άλλωστε αυτός δεν είναι ο σκοπός; Όσο περισσότερο αντέχεις τόσο πιο πολύ αξίζει, έτσι μας έμαθαν τα παραμύθια.

Τι κάνουμε όμως με όλους εκείνους τους απογοητευμένους ήρωες που η λάμψη τους έσβησε πίσω από μία κλακέτα που έπεσε κι η επόμενη σκηνή τούς αφήνει εκτός; Για εκείνους δε φρόντισαν ένα όμορφο και καλογυρισμένο τέλος. Οι έρωτές τους ήταν λίγοι κι ανίκανοι να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού, δεν μπόρεσαν να περάσουν τα εμπόδια κι έμειναν πίσω, κομπάρσοι, περασμένοι στα ψηλά γράμματα. Μικρές εμβόλιμες ιστορίες που δίνουν απλά μεγαλύτερη λάμψη στην κεντρική.

Κι όμως εγώ εκείνο το βράδυ πίστεψα πως η κεντρική ιστορία είμαστε εμείς. Δεν ήξερα τους δαίμονες που θα χρειαζόταν να κυνηγήσω αλλά τίποτα δεν έμοιαζε αδύνατο. Τα εμπόδια ήταν προορισμένα να ξεπεραστούν, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ένα βλέμμα αρκούσε για να βρω τη δύναμη. Εξάλλου, δε χρειάζονται πολλά, μια καλημέρα, ένα χαμόγελο, ένα απρόβλεπτο τηλεφώνημα και όλα κυλούν. Φυσικά κάπου εκεί το σενάριο χρειάζεται μία ένεση σασπένς. Σε αυτή την ταινία λοιπόν, εισβάλλει η πραγματικότητα· και ξέρεις τι γίνεται όταν η πραγματικότητα τρυπώνει στον κόσμο του φανταστικού ε; Διαλύεται. Καταστρέφονται. Έτσι, η ταινία διακόπηκε, τα φώτα έσβησαν απότομα και οι χαρακτήρες έμειναν ημιτελείς να ψάχνουν την πορεία και το τέλος που τους υποσχέθηκαν.

Το μόνο που απέμεινε τώρα είναι μια αλήθεια που τρέχει πασχίζοντας να φτάσει το αυτοκίνητο κι εμείς το χαζεύουμε απ΄ το παράθυρο με κατεβασμένο τζάμι όπως τότε που ήμασταν παιδιά και κανείς δε μας έβγαζε απ΄ το μυαλό ότι το φεγγάρι μας ακολουθεί. Οι δρόμοι απομακρύνονται, τα παράθυρα κλείνουν. Κι αλήθεια νικά. Πάντα αυτή νικάει στο τέλος.

 

Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που τους χρωστούν νύχτες κι αγκαλιές.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου