Το πιο δυνατό χαρακτηριστικό στις σχέσεις των ανθρώπων είναι η επικοινωνία. Είναι το μέσο για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να αφουγκραστούμε ο ένας τις ανάγκες του άλλου ώστε να μπορέσουμε να χαρίσουμε και να λάβουμε συναισθήματα. Πολλές φορές όμως το παιχνίδι της επικοινωνίας αποδεικνύεται τρομερά δύσκολο αφού ο καθένας από εμάς έχει μάθει να είναι μέρος του με διαφορετικό τρόπο. Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει καν πώς να επικοινωνούν αυτά που θέλουν.

Πολλές φορές εμείς θεωρούμε ένα γεγονός, μία σκέψη ή μία πράξη αυτονόητη όμως σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι αλήθεια. Το «προφανές» το δικό μας, όχι μόνο δεν είναι το ίδιος προφανές για τους άλλους αλλά μπορεί να θεωρεί ως και παράλογο ανάλογα με τον αποδέκτη που έχουμε απέναντί μας.

Τα ερεθίσματα και η επικοινωνία που έχουμε μάθει να έχουμε από παιδιά επηρεάζουν καθοριστικά την επικοινωνία μας με τον υπόλοιπο κόσμο και σίγουρα ο χαρακτήρας σε συνδυασμό με τις πεποιθήσεις μας δημιουργούν τη δική μας λογική. Αντίστοιχα ένας άλλος άνθρωπος μεγαλωμένος σε διαφορετικό περιβάλλον με άλλες προσλαμβάνουσες θα έχει τη δική του. Αυτό θεωρητικά δεν είναι πρόβλημα εάν δεχτούμε πως εμείς αποτελούμε ξεχωριστές οντότητες και αυτόφωτες μονάδες, στην πράξη όμως βλέπουμε πως δημιουργεί.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο καθένας από εμάς δεν είναι στην ουσία ανοιχτός σε μία βαθιά επικοινωνία. Αιτία δεν είναι απόλυτα η άρνηση αλλά πιθανώς να είναι απλή ανικανότητα. Δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψεις από τον δικό μας που είναι ριζωμένος βαθιά μέσα μας και μία συμπεριφορά που δε συνάδει στα δικά μας πεδία λογικής γίνεται λιγότερο αποδεκτή. Παραδείγματος χάριν, πόσες φορές δε νιώσαμε πώς το ταίρι μας δε μας θέλει επειδή μπορεί να έπραξε κάτι που εμείς νιώσαμε ως απόρριψη ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι;

Η σειρά προτεραιοτήτων και συχνά η δική μας ανάγκη να είμαστε το κέντρο της προσοχής μας οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Έχουμε έναν τρόπο να αγαπάμε και να δείχνουμε κι εμείς την αγάπη μας που μας μπερδεύει και μας αποπροσανατολίζει ένας διαφορετικός τρόπος. Δεν μπορούμε να τον εισπράξουμε, να τον νιώσουμε και να τον δεχτούμε. «Προφανώς δε με θέλει αφού έχει να μου στείλει μήνυμα 5 ώρες». «Πόσο στεναχωριέμαι που δεν έχω προλάβει να επικοινωνήσω εδώ και πέντε ώρες, αλλά έχω τόση δουλειά.» Ένα πολύ απλό και καθημερινό παράδειγμα για το πώς βιώνουμε τα «προφανή» συμπεράσματά μας.

Είναι πολύ βασικό σε πρώτο επίπεδο να μάθουμε να επικοινωνούμε σωστά τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους φόβους μας, τα συναισθήματα και τις διαθέσεις που μας διατρέχουν. Να βρούμε εκείνον τον τρόπο που δε θα βαραίνει τον άλλον και δε θα απαιτεί. Φυσικά και πρέπει να εκφραζόμαστε, δεν είναι λύση το να μη ζητάμε ή το να μην κουβεντιάζουμε αυτά που θέλουμε αρκεί να τα εξηγούμε όπως είναι και να μη λέμε πράγματα που τελικά δεν τα νιώθουμε ακριβώς έτσι.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί στο τι θέλουν να μας πουν οι άλλοι.  Να τους ακούμε και να αισθανόμαστε. Να μη βάζουμε τις δικές μας σκέψεις στα λόγια τους επειδή εμείς έτσι θα το είχαμε στο μυαλό μας. Τίποτα δεν είναι προφανές, εμείς πρέπει να δείχνουμε το αληθινό μας συναίσθημα και να μπορούμε να λάβουμε και την αλήθεια του άλλου. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να ξέρουμε τι είναι αυτό που θέλουμε. Μήπως λοιπόν να ξεκινούσαμε από εκεί;

 

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου