Αναμφισβήτητα, όλοι χαρήκαμε ιδιαιτέρως όταν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας του κοντινού μας περιβάλλοντος έδειξαν πως ξέρουν να προσαρμόζονται στις εποχές και δεν τα παράτησαν, μαθαίνοντας να χειρίζονται τα επιτεύγματα της τεχνολογίας -κι ας περιοριζόταν μέχρι πρότινος η χρήση τους στη νεολαία.

Θείες και θείοι, μπατζανάκηδες και συννυφάδες, ξαδέρφια πρώτα, δεύτερα, τρίτα κι εικοστά τέταρτα, που είχαμε να δούμε απ’ τον τελευταίο γάμο/βαφτίσια/κηδεία συγγενή, ξαφνικά εμφανίζονται στο προφίλ μας. Η πρώτη εντύπωση, φυσικά, θετική. Πότε, όμως, η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη; Πόσο καθυστερεί το αιώνιο κουτσομπολιό κι η ενασχόληση με τις ζωές των άλλων, που επικρατούσε ανέκαθεν στις ελληνικές οικογένειες, να μεταφερθεί στον κυβερνοχώρο και πότε τα social media ξεκινούν πια να αποτελούν πηγή άντλησης θεμάτων για συζήτηση (και θάψιμο) στα κυριακάτικα τραπέζια;

Όλοι μιλούν για απώλεια κάθε ίχνους ιδιωτικότητας κι υπερβολική έκθεση προσωπικών στιγμών και δεδομένων σε δημόσια θέα. Καμιά φορά, όμως, ο γνωστός γίνεται πιο αδιάκριτος κι επικίνδυνος απ’ τον άγνωστο. Είναι φυσιολογικό να θέλουμε κάποιους ανθρώπους να τους κρατάμε πιο απομακρυσμένους, πλέον όμως είναι αρκετά δύσκολο. Διότι ακόμα κι αν δε σηκώσεις το τηλέφωνο να τον προκαλέσεις για καφέ στο σπιτικό σου, θα ξέρει ότι έχεις πάρει σκύλο, έχεις κάνει ένα τατουάζ, έχεις αλλάξει τα ντουλάπια της κουζίνας και πήρες τρία κιλά το καλοκαίρι. Πώς; Νομίζω την απάντηση την ξέρετε.

Θα μου πεις, είναι στο χέρι σου να μην εκθέτεις τόσες πτυχές της ζωής σου στα social media και πως η ευθύνη πέφτει σε μένα, και θα σου απαντήσω πως αν εγώ θέλω να εκθέσω στο προφίλ μου το σκύλο μου, το τατουάζ μου, τα ντουλάπια μου και τα κιλά μου μαζί, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μου στερήσει αυτήν την ελευθερία, γιατί είναι πικρόχολος κι επικριτικός και θεωρεί πως επειδή μας δένει ένας συγγενικός δεσμός έχει και λόγο στη ζωή μου.

Να αφαιρέσεις το συγγενολόι απ’ τη λίστα φίλων φυσικά απορρίπτεται ως επιλογή, γιατί την επομένη κιόλας θα σου τηλεφωνήσει έξαλλη η μητέρα σου ζητώντας σου εξηγήσεις, που την εκθέτεις στη θεία Τούλα και τι θα λέει τώρα. Άρα, τι μένει; Το ιδιαίτερα κουραστικό φιλτράρισμα του κοινού στις δημοσιεύσεις, κάτι που επίσης καταπιέζει την ελευθερία σου, αφού σε βάζει σε μια διαδικασία αυτολογοκρισίας. Κι όλος αυτός ο αυτοπεριορισμός δε μας εκπλήσσει πια διόλου, καθώς ο έλεγχος που επιβάλλονταν τόσα χρόνια στη ζωή μας μέσω του «τι θα πουν οι άλλοι», τώρα πια έχει εδραιωθεί και στα social media.

Η ζωή μας, λοιπόν, δεν είναι έκθεμα, δεν είναι κάποιος πίνακας που όλοι κοιτούν κι έχουν να πουν κάτι επάνω σε αυτόν. Είχαμε επικεντρωθεί υπερβολικά πολύ στο cyber-bullying των νέων και των συνομήλικων τους, κάτι ιδιαιτέρως σοβαρό, όμως ας ρίξουμε και μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο οι μεγαλύτερες ηλικίες επέλεξαν να εκμεταλλευτούν το δώρο της τεχνολογίας. Χωρίς να υπονοείται φυσικά κανένα όριο περί ηλικίας, απλά η συνήθεια αυτή του “cyber-spying” βρίσκει περισσότερους οπαδούς σε μεσήλικες συγγενείς.

Έτσι, αν θέλουμε να κρατάμε τα αδιάκριτα μάτια μακριά απ’ το προφίλ μας, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην το κάνουμε. Δε θα φιλτράρουμε εμείς τις δημοσιεύσεις μας, λες κι αποκτήσαμε επόπτη, αυτοί δε θα έχουν πρόσβαση σε αυτές. Κι όταν έρθει η ώρα να απολογηθείς –αν είναι δυνατόν–, θα πεις «από ποτέ τα social media έγιναν για όλους;». «Sorry, θεία, εγώ έχω το λογαριασμό μου μόνο για τη δουλειά και για στενούς συνεργάτες, αλλιώς δε θα είχα καν». Χαλάλι ένα λευκό ψέμα, για να μη στεναχωρήσουμε και το δόλια μάνα, γιατί το «δε θέλω να βλέπεις τη ζωή μου και να με κουτσομπολεύεις» ίσως πέσει βαρύ.

Γιατί αλίμονο αν μας αφαιρεθεί πια και το δικαίωμα στα social media να επιλέγουμε τους ανθρώπους που θα ‘χουν καθημερινή πρόσβαση και θέα στη ζωή μας!

Συντάκτης: Νικολέττα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη