Τα μαθητικά σου χρόνια είναι κάτι που κουβαλάς μια ζωή, μια βαλίτσα αναμνήσεων που ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατεβάζεις απ’ την ντουλάπα και την ανοίγεις. Για άλλους αναδύει μυρωδιά φρεσκάδας και για άλλους ναφθαλίνης. Ποτέ δε χάνει τη θέση της όμως στην ντουλάπα σου και ποτέ δεν παύεις να την αναζητάς. Πρωταγωνιστής των εποχών αυτών δεν ήταν άλλος παρά ο χάρτινος φύλακας των πολύτιμων μυστικών μας και κρυφών πόθων μας.

Αναγνώστες άνω των 20 ετών ίσως έχουν την τύχη να είναι οικείοι με τη λέξη αυτή. Κι όχι δεν εννοώ την εφαρμογή του κινητού. Ένα απλό μεταποιημένο τετράδιο 50φυλλο ή φούξια με αυτοκόλλητα πούπουλα και μίνι κλειδαριά, το ημερολόγιο ήταν ένας μικρόκοσμος, που παρόντες ήμασταν εμείς και τα συναισθήματά μας, εκφρασμένα χωρίς φόβο κι ενδοιασμούς.

Όσοι, λοιπόν, σφράγισαν τα χρόνια τους αυτά με τα γραπτά τους έχουν την τύχη να κατέχουν μια τεράστια προσωπική κληρονομιά, έναν κόσμο αλλιώτικο, μια χρονομηχανή, ένα ζευγάρι ειδικών γυαλιών που τους δίνει τη δυνατότητα να δουν ξανά μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού, ένα πνεύμα όπως αυτό του Σκρουτζ που τον ταξίδεψε στο παρελθόν.

Τότε ο κόσμος κι οποιοδήποτε γεγονός έπαιρνε άλλη τροπή στα μάτια μας. Είναι τόσο συγκλονιστική η πνευματική και συναισθηματική μεταποίηση-ωρίμανση που υφιστάμεθα κατά την ενηλικίωση που το μεγαλύτερο ποσοστό σκέψεων και συναισθημάτων που πέρασαν απ’ το κατώφλι της παιδικής μας ψυχής δεν μπορούμε να το θυμηθούμε ακόμη και σε νεαρή περίοδο της ενήλικης ζωής μας.

Αλλά και τότε, το ημερολόγιο ημερήσιας καταγραφής σκέψεων και συναισθημάτων ήταν κάτι το ανεκτίμητο. Απ’ το πιο εσωστρεφές πλασματάκι μέχρι και την ψυχή της παρέας, η διαδικασία αυτή κρινόταν ιδιαίτερα ωφέλιμη. Μια συζήτηση με τον ενδότερο εαυτό σου, ένα βηματάκι πιο κοντά προς την αυτογνωσία. Ας μην ξεχνάμε την εξωτερίκευση συναισθημάτων και την επίτευξη ψυχικής γαλήνης.

Σε έκανε για λίγο τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή κι αντικειμενικό κριτή των γεγονότων της καθημερινότητάς σου και των πράξεών σου, οδηγός στην αυτοκριτική. Παράλληλα, τα άσχημα τα έκανε μονομιάς κι ως δια μαγείας να φαίνονται πιο μικρά, πιο ασήμαντα, πιο μακρινά.

Μια συνήθεια που δυστυχώς έχει εξαλειφθεί στο μεγαλύτερο ποσοστό της. Τα σημερινά παιδιά μιλούν πολύ, πάρα πολύ∙ με τους άλλους, όχι όμως με τον εαυτό τους. Γνωρίζουν πολλά άτομα, μετρούν εκατοντάδες ακολούθους στα προφίλ τους, δεν έκαναν τον κόπο όμως ποτέ να γνωρίσουν καλύτερα το μέσα τους. Δε βλέπουν άλλωστε άλλο εαυτό πέρα από αυτόν που τους δείχνει ο καθρέφτης. Ο εσωτερικός τους κόσμος παραμένει ακατέργαστος, απάτητος, άγνωστος.

Μήπως μεγαλώνουμε στρατιές εσωτερικά ανισόρροπων ανθρώπων που δε γνωρίζουν τα όριά τους; Που μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και ξεχνούν όπως τα χρυσόψαρα; Ποιος ξέρει. Παιδοψυχολόγος δεν είμαι, μα δεν μπορώ να βλέπω και μην κρίνω ως ανθυγιεινό τον ολοκληρωτικό ακρωτηριασμό της παιδικής φαντασίας και περιέργειας απ’ την εποχή της εικόνας, την επιφανειακής γνώσης και της παραπληροφόρησης.

Στην πιο τρυφερή ηλικία που το μυαλό σου είναι ακούραστος στρατιώτης της ικανοποίησης της έμφυτης περιέργειάς σου σού μαθαίνουν να μη ρωτάς πολλά, να αρκείσαι σε αυτά που βλέπεις, να αγαπάς την εικόνα και να μένεις σ’ αυτήν.

Συντομογραφίες και φανταχτεροί τίτλοι είναι ό,τι πιο κοντινό έχουν πια τα παιδιά σε γραπτό λόγο στην καθημερινότητά τους με μοναδική εξαίρεση την καταναγκαστική πια επαφή με το γραπτό λόγο στο σχολείο. Δεν είναι τυχαία η προτίμηση των νέων σε εφαρμογές που έχουν ως κορωνίδα τους την εικόνα, τις φωτογραφίες κι όχι τη γραπτή συνομιλία. Ακόμα και το λεξιλόγιο στερεύει, εφόσον ίδιες φράσεις και τρόποι έκφρασης ακολουθούνται πιστά από όλους. Ο μοναδικός προσωπικός τρόπος έκφρασης χωλαίνει σε έναν κόσμο που όλοι τείνουμε προς τις επιταγές της μάζας.

Τι να σου κάνει κι αυτό το παιδί… Τι διαφορετικό να μάθει; Τα σημερινά παιδιά είναι πιο έξυπνα, αδιαμφισβήτητα, όμως είναι κενές κι άχρωμες οι γνώσεις τους. Κι όταν αργότερα μεγαλώσουν κι η νοσταλγία έρθει, σίγουρα θα έχουν ένα μάτσο φωτογραφίες και καλύτερες απ’ τις δικές μας, όμως ποιος ξέρει αν θα τους γεννούν αναμνήσεις και συναισθήματα όπως οι δικές μας παιδικές φωτογραφίες, διότι στην εποχή της εικόνας η ίδια η εικόνα σαν μονάδα κι αξία υποβαθμίζεται.

Η γραπτή απεικόνιση της τότε πραγματικότητάς τους  είναι κάτι που θα τους έσωζε απ’ τον ανεμοστρόβιλο των φωτογραφιών που απεικονίζουν χαμόγελα μα θολά παρά την ευκρινέστατη ανάλυση.

Όλοι αυτοί οι λόγοι με κάνουν να νιώθω τυχερή που πρόλαβα οριακά μια εποχή όπου ως παιδί είχα το χρόνο και την όρεξη να καταγράφω τις σκέψεις μου, να τις αναλύω, να τις κρίνω και να τις επανεξετάζω, όλες διαδικασίες απαραίτητες για ένα παιδικό μυαλό, που συνεχώς βρίσκεται σε εγρήγορση κι αναζητά νέα ερεθίσματα.

Συντάκτης: Νικολέττα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη