Έχει περάσει καιρός απ’ την πρώτη φορά που κοιτάχτηκαν. Ματιά που δεν έμοιαζε με τις υπόλοιπες. Ματιά που μαρτυρούσε πως δεν πρόκειται για ακόμα μια γνωριμία. Οι πρώτες τους κουβέντες φάνταζαν τυπικές. Παιδιά είκοσι χρονών ήταν, πόσα μπορούσαν να πουν για τη ζωή;

Η παρέα τους ήταν κοινή, η καθημερινή τους επαφή σχεδόν αναγκαστική. Η μοίρα είχε καταλάβει το έργο κι αποφάσισε να αναλάβει το ρόλο του σκηνοθέτη. Άρχισαν, λοιπόν, να γνωρίζονται καλύτερα. Ερχόντουσαν συνεχώς πιο κοντά, κρατώντας ταυτόχρονα τις απαραίτητες αποστάσεις. Συζήταγαν για τα πάντα, δίχως να φοβούνται να εκφραστούν. Ακομπλεξάριστοι, κοινωνικοί και ταυτόχρονα υπερβολικά σίγουροι για τον εαυτό τους κι οι δύο.

Τα κοινά χαρακτηριστικά τους δημιούργησαν μια φιλία. Μια περίεργη σχέση που πάντα περιλάμβανε ιδιαίτερο ρίσκο. Ο χρόνος είναι αυτός που αποφάσισε πως η φιλία τους δεν μπορεί να αντέξει. Οι φευγαλέες ματιές, οι περίεργες ερωτήσεις που εκατέρωθεν συχνά-πυκνά πετούσαν, οι ζήλιες δίχως πραγματική αιτία και τα δήθεν φιλικά ξενύχτια έπρεπε να σταματήσουν. Έτσι κι έγινε.

Είχαν φτάσει στο σημείο να πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους. Η κατάσταση ήταν περίεργη κι ο φόβος για το άγνωστο, πρώτο θέμα στις συζητήσεις με τα κοντινά τους πρόσωπα. Ήταν θέμα χρόνου πλέον μια σοβαρή κουβέντα μεταξύ τους, να ξεκαθαρίσουν τα συναισθήματά τους και να καταλήξουν επιτέλους κάπου.

Όταν άρχισαν να μιλάνε, το τοπίο έμοιαζε λιγότερο θολό. Ξεκάθαρες κουβέντες, επιχειρηματολογία για το παραμικρό και νεύρα για οποιαδήποτε σκέψη δε φάνταζε λογική. Πλεονέκτημά του; Ο λόγος του. Το δικό της; Δεν ήταν μόνο ένα.

Έμοιαζαν, όμως. Έμοιαζαν πολύ. Θύμιζε ο ένας τον άλλον. Κάθε μέρα που περνούσε δεν αποφάσιζε να τους απομακρύνει. Αντιθέτως, ζητούσαν απ’ το 24ωρο να αργήσει να περάσει για να βρεθούν λίγο παραπάνω. Μέχρι που ένα βράδυ ο χρόνος σταμάτησε. Τα λεπτά δεν κυλούσαν κι οι δείκτες κόλλησαν. Ήταν μαζί, οπότε τι σημασία είχε;

Αυτό ήταν το δικό τους βράδυ. Λίγοι γνωρίζουν τι έγινε, το φως ήταν κλειστό κι η νύχτα ήταν συνεπής στο ραντεβού της. Το επόμενο πρωί, η αμηχανία κυριαρχούσε. Ένα τσιγάρο, δύο κουβέντες κι ένας καφές. Αυτή ήταν κι η τελευταία εικόνα τους. Μία εικόνα από πολύ καπνό κι ελάχιστη συζήτηση.

Κάπως έτσι άρχισε το τέλος. Η κατάσταση μπλέχτηκε ακόμα περισσότερο, τα πρόσωπα που γνώριζαν για αυτήν δεν περιορίστηκαν στα γνωστά και τα λόγια που ακούστηκαν από τρίτους έμπλεξαν την αλήθεια με το ψέμα. Η επικοινωνία τους παρέμεινε σταθερή αλλά όχι καθημερινή κι η κατάληξη της ιστορίας τους αβέβαιη.

Αυτό το «αβέβαιο» οδήγησε τον πρωταγωνιστή στην τρέλα. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί μια τόσο πολύπλοκη κατάσταση, με αποτέλεσμα τα τασάκια να γεμίζουν και τα μπουκάλια να αδειάζουν.  Η παρέα του πίνει μαζί του και κατηγορεί την κοπελιά. Στέκεται δίπλα του, αλλά διαφωνεί στη φράση που ο ίδιος συχνά αναφέρει: «Όταν έχεις χάσει τα πάντα, μπες και ξαναπαίξε»! Η απόσταση μεταξύ τους δεν καλύπτεται με λίγα χιλιόμετρα. Το κενό μεγαλώνει, η αμοιβαία έλξη δεν ξεθωριάζει κι η ιστορία συνεχίζεται. Το φινάλε του έργου αργεί να ολοκληρωθεί. Ο λόγος; O σκηνοθέτης δεν ξέρει τι θέλει να κάνει με τους δύο «φίλους»!

Βαθμιαία, απομακρύνονται. Με δική της πρωτοβουλία η ιστορία τους φαίνεται πως περνάει στο παρελθόν.  Η συμπεριφορά της έχει αλλάξει κι εκείνος αναζητεί τρόπους για να πάψει να θυμάται. Γρήγορα καταλαβαίνει πως το τσιγάρο δεν τον βοηθάει, ο καπνός φέρνει τη θύμησή της στο δωμάτιο.  Αποφάσισε να το κόψει, γρήγορα, όμως, το μετάνιωσε. Προτιμάει να ζει σε παραισθήσεις που η ίδια βρίσκεται μέσα, παρά σε μια νηφάλια πραγματικότητα μακριά της.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη