Δεν έφυγες ποτέ. Δε γίνεται να ‘χεις φύγει. Δεν μπορεί να συμβαίνει και δε δύναται τόσο απλά να γίνει αποδεκτή η φυγή σου. Πριν λίγο καιρό το σπίτι φιλοξενούσε εμάς, εμάς μαζί. Τα γέλια μας, τις αγκαλιές μας, τα φιλιά μας και τα δικά μας βράδια. Πώς γίνεται τώρα να συνηθίσει εμένα; Μόνο εμένα. Μόνο μου να ζω για δύο. Να ξυπνάω και να σκέφτομαι και για δύο.

Περνάει ο καιρός και τον αφήνεις να φεύγει. Ζω κι υπομένω και περιμένω τη στιγμή που θα γυρίσεις. Θα μπεις μέσα και θα θυμηθούμε όσα αφήσαμε. Ανοησίες λέω. Το ξενυχτάς ήδη κάπου αλλού.

Κάθε μέρα που περνάει μοιάζει χειρότερη απ’ τη χθεσινή. Τα φώτα διαρκώς κλειστά κι η μέρα αργεί να ξημερώσει. Λες και το φως το πήρες μαζί σου. Οτιδήποτε είχαμε μαζί πλέον ανήκει σε εσένα. Τα πήρες όλα μόνο που φεύγοντας δεν κρατούσες ούτε βαλίτσα. Πώς κατάφερες να χωρέσεις τόσα πολλά σε ένα «αντίο»;

Κάθε εικοσιτετράωρο που παρέρχεται είναι πλέον ίδιο με το χθεσινό που πέρασε. Στο δωμάτιο επικρατεί σιγή κι η μουσική που βάζω περιορίζεται αποκλειστικά σε όσα μαζί ακούγαμε, σε όσα τραγουδούσαμε και χορεύαμε αυστηρά μαζί. Τρία-τέσσερα τραγούδια έμειναν να μου θυμίζουν πως υπήρξες κι αυτά παίζουν στο repeat. Το άρωμά σου δε μυρίζει πια κι η μορφή σου αρχίζει να ξεθωριάζει στη μνήμη μου.

Όταν θέλω να ηρεμήσω, δίχως να καταστρέψω τον εαυτό μου με καπνό, βάζω την ταινία που είχες διαλέξει να δούμε εκείνο το απόγευμα. Θυμάμαι τα λόγια σου σε κάθε σκηνή που περνάει και γελάω ειρωνικά μόνος μου με το δίδαγμά της. Το φινάλε λέει (κι έτσι έλεγες κι εσύ) πως στα δύσκολα μένεις εκεί. Δεν απομακρύνεσαι, γιατί αν φύγεις μία φορά, κάθε επιστροφή σου θα σηματοδοτεί αυτόματα ακόμη μία φυγή σου.

Βαρέθηκα. Την βγάζω. Γιατί να δω κάτι που εν τέλει συμβαίνει μόνο στις ταινίες; Ο θεατής κουράστηκε γιατί οι πρωταγωνιστές λένε όσα στη ζωή τους δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν. Λογικό όμως. Κι εγώ αν πληρωνόμουν, καλά θα έπαιζα…

Νυχτώνει. Το ποτό πάλι ίσως να καταφέρει να με βοηθήσει να ηρεμήσω. Άλλο ένα πακέτο άνοιξε και μετά από δύο ώρες, ακόμη ένα πακέτο τελείωσε. Στο μυαλό μου παίζουν πολλά, κάνουμε υποθετικούς διαλόγους, κάθεσαι δίπλα μου, πίνεις απ’ το ποτό μου. Πράγματα που φαίνεται να μην έχουν νόημα. Τι νόημα, άλλωστε, μπορεί να έχει κάτι που δημιουργείται μέσω παραισθήσεων; Βασικά, κοροϊδευόμαστε τώρα. Και νηφάλιος τα ίδια σκέφτομαι.

Πρέπει να κοιμηθώ. Ξαπλώνω στη μεριά σου και πάλι δε βολεύομαι. Γυρνάω απ’ την άλλη και νιώθω πως τώρα είσαι πιο κοντά μου. Τα μάτια μου είναι κλειστά κι αισθάνομαι πως είσαι εκεί, στη θέση σου. Ξανά αλλάζω πλευρό. Όνειρο θα ήταν. Το μαξιλάρι που κοιμόσουν τώρα κοιμάται μαζί μου. Συμβιβάζομαι. Τουλάχιστον το άφησες εδώ.

Ξύπνησα νωρίς. Σιγά-σιγά ξημερώνει. Πάλι τα ίδια. Δεν είσαι απέναντι στον καφέ μου. Η κούπα σου παραμένει άδεια στο ντουλάπι κι όταν το ανοίγω σαν να την ακούω να σου φωνάζει να γυρίσεις. Πού να ακούσεις όμως; Υπάρχουν φορές που θέλω να ξεσπάσω και να καταστρέψω καθετί που σε θυμίζει. Δε διαγράφονται έτσι όμως οι αναμνήσεις. Το πήρα απόφαση. Όσο συνεχίζω κι όσο θέλω να σε θυμάμαι, θα ζω κάπως έτσι, με τη σκιά σου.

Ζω με εσένα, χωρίς να είσαι εδώ. Σαν να είσαι εδώ, λοιπόν! Κι αν τυχαία μια μέρα σε δω στο δρόμο, δε θα μου λείπεις. Θα πω στον εαυτό μου πως δε συνεννοηθήκαμε καλά και πως βγήκες απλά να πάρεις τσιγάρα. Να κάνεις μία βόλτα και να γυρίσεις. Πάντα έτσι δε γινόταν; Πάντα δεν ξεχνιόσουν γιατί χάζευες;

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη