Κάθε βράδυ είναι ξεχωριστό. Δεν έχει καμία σχέση με όσα λαμβάνουν χώρα την υπόλοιπη μέρα και δεν μπορεί να συγκριθεί με το χθεσινό. Κατά τη διάρκειά του δεν είσαι ούτε εσύ ο ίδιος. Η συμπεριφορά σου δεν έχει μέτρο, δεν μπαίνει σε κουτάκια, δεν μπορεί να οριστεί ή να εγγυηθεί, κάποιες φορές ξαφνιάζεις ακόμα και τον εαυτό σου.

Όσα θέλεις να πεις ή να κάνεις, φαίνεται να πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη ευκολία, λιγότερο φιλτράρισμα και περισσότερη σιγουριά όταν βραδιάζει. Σκέφτεσαι λιγότερο, γίνεσαι πιο αυθόρμητος και δε σε περιορίζει κανένας, ούτε καν οι σκέψεις σου. Όσα γίνονται τη νύχτα, μένουν σε αυτήν. Κι εδώ την έχεις σύμμαχό σου! Ό,τι έγινε, έγινε και τελείωσε. Φτιάξε καφέ. Ξημέρωσε. Ώρα για συζήτηση.

Δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε να κατανοηθεί με βάση τη λογική το «γιατί» η νύχτα μας αλλάζει τόσο. Το σίγουρο πως συμπεριφερόμαστε διαφορετικά. Οι ψυχολόγοι, αναφορικά με αυτό, σχετικά με την αλλαγή των τρόπων σκέψης, κίνησης κι αντίδρασης, θεωρούν πως η νύχτα λαμβάνεται σαν πρόσχημα, σαν δικαιολογία ή κι ελαφρυντικό. Αυτό σημαίνει πως όταν νυχτώνει, το άτομο ασυνείδητα δρα πιο ελεύθερα, αφού αισθάνεται πως το σκοτάδι τον κρύβει, τον καλύπτει.

Σχεδόν όλοι τη νύχτα, σε μια έξοδό μας για παράδειγμα, αισθανόμαστε αυτομάτως πιο ήρεμοι, απαλλαγμένοι από οποιοδήποτε περιττό άγχος ή πρόβλημα που μπορεί τη μέρα να μας ταλανίζει και σίγουρα η αυτοπεποίθηση κι ο αυθορμητισμός μας μάς κάνουν να φαντάζουμε πιο ακομπλεξάριστοι. Μία κουβέντα παραπάνω πλέον παύει να ‘ναι επικίνδυνη αν ειπωθεί, ακόμα κι αν δεν ήταν έτοιμος ο ακροατής μας ή δε μας δώσει την απάντηση που θα θέλαμε. Ένα λάθος μας καλύπτεται με σχετική άνεση, μαζεύεται, υποτιμάται και καταλήγει ανούσιο, καθώς ο καπνός ζαλίζει εύκολα και το ποτό σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθά να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε.

Ακόμη κι η διάθεσή μας το βράδυ είναι διαφορετική. Δεν περιοριζόμαστε απλά στο ότι έχουμε μια κάπως πιο αισιόδοξη διάθεση και περνάμε καλά με τους γύρω μας. Ζητάμε περισσότερα. Άθελά μας (ή και πολύ συνειδητά) γινόμαστε πιο κτητικοί, διεκδικούμε καθετί που έστω και πρόσκαιρα μας τραβάει την προσοχή, παραδινόμαστε στα πάθη και τα ένστικτά μας. Οι σκέψεις κι οι συζητήσεις γυρίζουν συνήθως γύρω απ’ το σεξ κι εκείνη η επαφή γίνεται το μεγάλο ζητούμενο για να κρίνει αν θα ‘χει ή όχι καλή κατάληξη η νύχτα μας.

Λειτουργούμε διαφορετικά γιατί όντως είμαστε διαφορετικοί τα βράδια. Συγκρατούμαστε δύσκολα κι ανοιγόμαστε εύκολα, δίχως καν να ξέρουμε ή να ψάχνουμε το «γιατί». Ίσως να μη στοχεύουμε σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά το μυαλό μας κάνει ξεκάθαρα τα πιο πονηρά σενάρια. Και δε σταματάει εκεί, τα διεκδικεί επίμονα. Το άλλο πρωί οι ίδιες καταστάσεις ή ακόμα και τα ίδια πρόσωπα ίσως και να μας περνάνε αδιάφορα. Το βράδυ όμως μοιάζουν να μας είναι απαραίτητα. Δε δεχόμαστε την απόρριψη, δε συμβιβαζόμαστε με την ήττα κι αν εκείνη εν τέλει έρθει τη θεωρούμε πρόκληση για μεγαλύτερη νίκη.

Κάπως έτσι, κυλούν ορισμένα απ’ τα βράδια των περισσοτέρων κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Αν το ξημέρωμα τελικά τους βρει μόνους, έχει καλώς. Σε αυτή την περίπτωση έρχεται η μοναξιά για παρέα. Σε αντίθετη περίπτωση, όμως, θα έχουν πολλά να ακούσουν οι φίλοι το επόμενο πρωί, αφού όσα συνέβησαν το βράδυ μόνο απαρατήρητα κι ασχολίαστα δεν μπορούν να περάσουν.

Η ευθύνη πάντως βαραίνει αποκλειστικά αυτόν που προκάλεσε την οποιαδήποτε ένταση. Λίγο η νύχτα, λίγο η παρόρμηση που κάποτε γίνεται ανωριμότητα, λίγο το ποτό, λίγο το γεγονός πως το πρωί αργεί –άρα κι η νηφαλιότητα και μαζί της κι οι τύψεις αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους–, δεν είναι δύσκολο να γίνεις κάποιος άλλος -ή αυτός ο άλλος που δε θες να παραδεχτείς πως είσαι. Κανείς δε σε κρίνει, σε καμία περίπτωση. Επιλογή σου και δεν αλλάζει. Τα δύσκολα ξεκινούν αύριο. Πάλι χθες έμπλεξες πολύ τα πράγματα!

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη