Κάποιες ανθρώπινες σχέσεις σβήνουν αφού ξεπεράσουν τον υπέρμετρο ενθουσιασμό τους και καταλαβαίνουν ότι δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα παροδικό κι εφήμερο άγγιγμα. Κάποιες άλλες σε φοβίζουν με την ίδια τους την ύπαρξη, γιατί το καλύτερο κομμάτι τους το ζεις έπειτα απ’ τον αρχικό ενθουσιασμό σου. Μπορεί στην αρχή να μοιάζουν με τις υπόλοιπες, μα μετά από λίγο η όψη τους διαφέρει.

Δεν ανησυχείς πλέον αν θα ‘ρθει εκείνο το μήνυμα, γιατί βλέπεις στο κινητό σου την «καλημέρα» πριν προλάβεις εσύ να ενεργήσεις. Και κάπου εκεί, άθελά σου ή μη, ξεκινάς κι εσύ να γκρεμίζεις τους αμυντικούς τοίχους και να περιορίζεις τις ανασφάλειές σου. Αρχίζεις να δένεσαι κι είσαι πιο δοτικός. Δείχνεις αυτά που πραγματικά αισθάνεσαι και μέχρι πριν λίγο καιρό δίσταζες να φανερώσεις. Θα ξεστομίσεις κι ένα «μωρό μου», αυθόρμητα και παρορμητικά, χωρίς να περιμένεις σ’ αναμμένα κάρβουνα για την κατάλληλη αντίδραση, όπως τον πρώτο καιρό.

Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι ν’ αποτελούν σταθμό στη ζωή μας. Κι εκείνοι όμως που γίνονται, δεν το κάνουν κατευθείαν. Δεν έρχονται μια μέρα κι αποφασίζουν πως θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Απλώς συμβαίνει. Άλλοι το λένε μοίρα, άλλοι δεν το κατονομάζουν καν. Όμως κάποια στιγμή, κι εσύ ο ίδιος απορείς με το πόσο όμορφα ταίριαξες μαζί τους. Η λογική εξήγηση δεν αφορά κανέναν άλλωστε, πόσο μάλλον τον ερωτευμένο.

Δεν υπάρχει πιο όμορφο και συνάμα ριψοκίνδυνο πράγμα, απ’ το ν’ αρχίζεις να δίνεις στον άνθρωπό σου κομμάτια του εαυτού του. Αποκτάς κατευθείαν μια συναισθηματική εξάρτηση μαζί του. Θες να τον βλέπεις πρωί, μεσημέρι και βράδυ κι όταν δε βρίσκεται κοντά σου, σου λείπει λες κι έχεις να τον δεις αιώνες. Για λίγο το καθημερινό σου πρόγραμμα μπαίνει σε λειτουργία πτήσης και στη θέση του έρχεται εκείνο που περιλαμβάνει ώρες ατελείωτες με το άτομο αυτό.

Γιατί εκείνες τις ώρες, μοιάζεις να ‘χεις μεθύσει απ’ το κέντρο βάρους σου που ‘χει αλλάξει θέση και σου ‘χει αφήσει μια ζαλάδα. Άλλωστε, αυτό ακριβώς κάνει ο έρωτας στους ανθρώπους. Τους κάνει διαχυτικούς, εύθυμους, εφευρετικούς. Η ύπαρξή του σου φτιάχνει τη μέρα και δεν αντιλαμβάνεσαι άμεσα ότι ευθύνεται αυτή για την τόση ευφορία σου.

Το μυαλό σου παίζει παιχνίδια που δεν είσαι σε θέση να κατανοήσεις. Καταλαβαίνεις πως ερωτεύεσαι, όταν αρχίζεις να δημιουργείς γι’ αυτό το άτομο. Γιατί τ’ ανθρώπινο είδος δεν είναι προορισμένο μόνο για επιβίωση. Απ’ τη στιγμή που τον κάνεις αθάνατο μ’ όποιον τρόπο μπορείς, καταλαβαίνεις πως δεν μπορεί να ‘ναι κάτι άλλο, παρά δυνατός έρωτας.

Μαζί με το δέσιμο έρχεται και το δόσιμο κι όλα τότε γίνονται πιο έντονα και διαχυτικά. Καταλαβαίνεις πως αποκτάς ένα συναισθηματικό δέσιμο, όταν τ’ αγαπημένο σου σημείο βρίσκεται στο πρόσωπο του ανθρώπου αυτού, παρά σε κάθε άλλο μέρος του σώματός του. Οι νύχτες γίνονται ανυπόφορες χωρίς την παρέα του κι ενώ έχεις μεγαλώσει πια κι η ενήλικη ζωή σου δε χωράει παλιμπαιδισμούς, ερωτικούς και παιχνιδιάρικους, θέλεις όσο τίποτα να τους γευτείς ξανά.

Και σιγά-σιγά με τη θέληση και των δύο, φτάνετε στο σημείο να γνωρίζετε κάθε παλιά ιστορία του ενός και του άλλου, μέχρι να καταλήξει χιλιοειπωμένη. Θα βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο που ‘ναι το ίδιο τσαλακωμένος με σένα και θα χαίρεσαι που μοιράζεται μαζί σου όσα έζησε πριν σε γνωρίσει. Γιατί αυτά τον έφεραν σε σένα και πού ξέρεις, δίχως να ‘χαν συμβεί αυτά ίσως και να μην ήταν εκεί τώρα.

Εκείνη είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις πως αρχίζεις να αλλάζεις. Κάθε άμυνά σου είναι πλέον περιττή. Έχεις αφήσει πίσω σου τις αμφιβολίες του πρώτου καιρού. Ξέρεις πια πως δεν πρόκειται για κάποιον γιαλαντζί έρωτα, αλλά για έναν από ‘κείνους που αν περάσει καιρός θα θυμάσαι την αρχή του και θα θέλεις να γυρίσεις πίσω, για να τον ξαναζήσεις άλλη μία φορά. Ή άλλες εκατό.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Χατζηθεοδώρου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Χριστίνα Κουλιάτσα