Φαίνεται πως το άμεσο, αυθόρμητο, γνήσιο, φλερτ εξασθενεί σιγά-σιγά στις μέρες μας, με τρόπο τέτοιο που μας κάνει να αναπολούμε τις παλιές καλές εποχές, που δυο άγνωστοι πλησιάζανε από έλξη, με κίνητρο να γνωριστούν και να διασκεδάσουν, κουβαλώντας και το ρίσκο να γυρίσουν στο τραπέζι τους έχοντας δεχτεί άκυρο. Ξέρεις, αυτό που κερνάτε ποτά και τσουγκρίζετε τα ποτήρια και πίνετε όσο τα βλέμματα διασταυρώνονται. Όχι πως δε συμβαίνει ακόμα, μα φαίνεται να κυριαρχούν πια οι γνωριμίες μέσω των social media.

Συγκεκριμένα, δυο ξένοι θα ιδωθούν για πρώτη φορά. Απ’ το βλέμμα τους διακρίνεις έναν ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα να τους έλκει προς τον πυρήνα του φλερτ. Κι όμως, στο τέλος της βραδιάς θα έχουν μείνει μόνο σε κάτι κρυφοματιές, ενώ υπήρξαν ευκαιρίες που προφανώς δεν άδραξαν για να ‘ρθουν κοντά.

Αντιθέτως, οι δυο θα διαλέξουν τον δύσκολο δρόμο για να γνωριστούν -αυτόν του έμμεσου φλερτ. Υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι για να συμβεί. Είτε θα ψάξουν ο ένας το προφίλ του άλλου, είτε κάποιον κοινό γνωστό για να συγκεντρώσουν πληροφορίες, πριν κάνουν το οτιδήποτε.

Στην πρώτη περίπτωση, ο ένας θα βρει το προφίλ του άλλου στο facebook ή το instagram και θα περιμένει καρτερικά την αποδοχή στο αίτημα φιλίας και το follow back για να μπορεί να παρακολουθεί ανενόχλητος την καθημερινότητά του -αντί να δοκιμάσει να γίνει μέρος αυτής. Καλώς ή κακώς τα προφίλ μας στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαθέτουν όλες τις βασικές πληροφορίες για να δομήσει κάποιος μια πρώτη εικόνα για μας. Φυσικά, δε μας αντιπροσωπεύουν πλήρως, μπορεί να ‘ναι ακόμα και κατασκευασμένες όλες αυτές οι, τάχα, πτυχές μας, με στόχο μια ελκυστική διαδικτυακή εικόνα, δεν παύουν, όμως, να ‘ναι δικές μας πληροφορίες κι αναρτήσεις που μας σκιαγραφούν με τρόπο που εμείς επιλέξαμε. Δίνουμε τη δυνατότητα στους άλλους να σχηματίσουν για μας μια γνώμη, έστω επιφανειακή.

Αυτός που θα κάνει πρώτος το follow είναι μάλλον κι υποτίθεται ο κυνηγός, κι αν ο άλλος αργήσει να δεχτεί το αίτημα για να κάνει το follow back, ο κυνηγός θα προτρέξει να σκεφτεί πως ο άλλος δεν ενδιαφέρεται και τόσο, σαν η πραγματική ζωή να βρίσκεται στο διαδίκτυο. Ωστόσο, ο ένας θα ψάξει με ακρίβεια –ισοδύναμη μ’ αυτή του ντέντεκτιβ– τα προφίλ του άλλου σ’ όσες πλατφόρμες επικοινωνίας εμφανίζεται για να μάθει τα πάντα.

Αφού η πρώτη φάση ολοκληρωθεί, σε δεύτερο τόνο θα ξεκινήσει το φλερτ μέσω μικρών γελοίων emoji ως απάντηση στις αναρτήσεις τους. Το ενδιαφέρον θα δηλωθεί με like και καρδιές. Αν, δε, βλέπει και τις ιστορίες σου μόλις τις ανεβάζεις, τότε γουστάρει κάργα. Κι ενώ μπορεί να ανεβάσατε ταυτόχρονα φωτογραφία ότι πίνετε καφέ σε διπλανά μαγαζιά, κανένας απ’ τους δυο δε θα περάσει έστω τυχαία, μπας και γνωριστείτε ανθρώπινα. Στην καλύτερη θα ανταλλάξετε μηνύματα. Κι όλη αυτή η παράνοια, των μικρών κόκκινων ειδοποιήσεων και συγκεκριμένων ήχων που συνοδεύονται απ’ το διαδικτυακό του όνομα στις οθόνες του κινητού, εμάς μας κάνει και χαιρόμαστε.

Όταν θα ‘ρθει η ώρα οι δυο να βρεθούν από κοντά, στην καλύτερη με ραντεβού, στη χειρότερη κατά τύχη, γιατί όσα σοβαρά μηνύματα πληκτρολόγησαν δε στάθηκαν ποτέ, εφόσον πια ο ένας ξέρει τα βασικά για τον άλλον, θα επικρατήσει αμηχανία. Θα ‘χουν χάσει εκείνη τη στιγμή που τα βλέμματα ενώνονται στη χειραψία κι ο ένας περιμένει να μάθει το όνομα του άλλου. Βασικά, ξέρει ήδη τα μαγαζιά που προτιμά, τι μουσική ακούει, ποιοι και πώς είναι οι φίλοι του, πότε έχει γενέθλια, πού πήγε διακοπές, τι σπούδασε και τι επαγγέλλεται. Αυτές τις πρώτες βασικές ερωτήσεις θα τις ανταλλάξουν πια τυπικά απλώς για να ‘χουν κάτι να πουν από κοντά. Θα προσποιηθούν την άγνοια, γιατί ακόμα κι έτσι, δε θέλουν να δηλώσουν ξεκάθαρα ότι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν.

Στη δεύτερη περίπτωση, εξίσου ξενέρωτη αλλά λίγο καλύτερη απ’ την προηγούμενη, σε προσεγγίζει κάποιος μέσω κοινών γνωστών. Στην πραγματικότητα ο κοινός σας γνωστός γίνεται διαμεσολαβητής. Κι οι δυο θα του αναφέρετε ξεκάθαρα ή με υπονοούμενα ότι ενδιαφέρεστε, με σκοπό αυτός να μεταφέρει την πληροφορία εκεί που πρέπει. Με απλά λόγια, προετοιμάζετε το έδαφος για να μη χρειαστεί να φάτε τη χυλόπιτα κατ’ ιδίαν. Θα αποφευχθεί το πανηγυρικό άκυρο, μα κάπως έτσι θα χαθεί κι όλη η μαγεία. Όταν πας να κατακτήσεις ένα στόχο, που ήδη ξέρεις πως έχεις σχεδόν κατακτήσει, το μυστήριο –βασικό στοιχείο του φλερτ– έχει εξατμιστεί. Αγωνία μηδέν. Άσε που τώρα πια δεν είναι κάτι που μοιράζονται δυο, αφού έχει κάνει κύκλους από στόμα σε στόμα μέχρι να φτάσει η πληροφορία στ’ αφτιά σας.

Κι όλα ως εδώ είναι κάπως ανεκτά, γιατί τουλάχιστον πίσω απ’ τις επιφανειακές αυτές κινήσεις κρύβεται ίσως μια επιθυμία για βαθύτερη επικοινωνία. Υπάρχει, ωστόσο, και μία τρίτη κατηγορία που ενώ δε βρίσκουμε τον λόγο της ύπαρξής της, ολοένα κερδίζει έδαφος.

Το χειρότερο, λοιπόν, είναι όταν κάποιος ρωτάει να μάθει για τον άλλον, τον φλερτάρει ξεκάθαρα μέσω social media, έχει φυτέψει τον σπόρο του ενδιαφέροντος, αλλά ξεχνάει να τον θερίσει. Δηλαδή, ο διαμεσολαβητής έχει φροντίσει να τους ενημερώσει πως ενδιαφέρονται εξίσου, τα βράδια πληκτρολογούν δεκάδες μηνύματα κι ενώ βρίσκονται σε κοινούς τόπους, που επιτρέπουν την πραγματική επαφή, παραμένουν δυο ξένοι. Δε χαιρετιούνται καν. Αυτό είναι πράγματι λυπηρό. Περνάνε ώρες με τη φυσική παρουσία του ενός δίπλα στον άλλον, στην καφετέρια, τη δουλειά, τη σχολή ή ακόμα κι ως μέλη μιας πλέον κοινής παρέας, μα επικοινωνούν μόνο από μηνύματα. Στην προκειμένη περίπτωση το φταίξιμο μοιράζεται, διότι χτίζουν γέφυρες επικοινωνίας με σκοπό να μη συναντηθούν. Αλλόκοτο κι όμως συμβαίνει.

Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη