Σε όλους μας έχει τύχει να νιώσουμε αισθήματα έλξης για κάποιον και να αναρωτηθούμε αν αφορά την αρχή ενός αμοιβαίου έρωτα ή έστω αν έχουμε τραβήξει την προσοχή του άλλου. Ξεκινάει το φλερτ κι ήδη μέσα στο μυαλό μας κάνουμε όνειρα για το πώς θα φαντάζουμε ο ένας πλάι στον άλλον σαν ζευγάρι. Η εικόνα μας αρέσει και χωρίς καν να ξέρουμε αν κι εκείνος ο άνθρωπος γουστάρει, έχουμε στήσει ήδη το σκηνικό και περιμένουμε να το ζήσουμε.

Υπάρχουν τρία βασικά πιθανά σενάρια. Πρώτο κι ίσως το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί είναι το φλερτ να ξεκινήσει ταυτόχρονα κι απ’ τις δυο πλευρές και να κυλήσει ομαλά κι εύκολα. Δεύτερο, να θέλουμε και να κάνουμε εμείς πρώτοι κίνηση εκδήλωσης του ενδιαφέροντός μας κι ο άλλος να ανταποκριθεί. Τρίτο σενάριο και πολύ συνηθισμένο να κάνουμε την κίνηση, αλλά να μην πάρουμε πίσω το ανάλογο ενδιαφέρον ή έστω αυτό που περιμέναμε και θα μας ικανοποιούσε. Τότε, η κατάσταση θα δρομολογηθεί ανάλογα με τον χαρακτήρα του καθενός. Διότι υπάρχουν οι άνθρωποι που στηρίζουν το ρητό που λέει πως ο επιμένων νικά κι υπάρχουν κι εκείνοι που τα παρατάνε μουρμουρίζοντας πως υπάρχουν κι άλλου πορτοκαλιές.

Άπαξ, λοιπόν, κι ανήκεις στους επιμένοντες και μπεις στο τριπάκι να το κυνηγήσεις μέχρι τέλους, ασυζητητί σου αρέσει κι εσένα η πρόκληση. Σε αυτήν την περίπτωση, με μια μεγάλη δόση εγωισμού, θα προσπαθήσουμε ουσιαστικά να προκαλέσουμε τον άλλον να μας σκεφτεί ερωτικά, επειδή τον θέλουμε εμείς. Να τον κάνομε να μας ποθεί, να μας σκέφτεται, να του λείπουμε. Αν ο άλλος, όντως, ενδιαφέρεται, έστω και λίγο, αλλά δεν εκδηλώνεται, τότε το παιχνίδι θα μετρήσει μια νίκη για μας, διότι η επιμονή μας θα τον κάνει να ξεκλειδωθεί συναισθηματικά, με αποτέλεσμα να πάρουμε αυτό που τόσο θέλουμε. Δηλαδή, τον ίδιο τον άνθρωπο και το ενδιαφέρον του για το πρόσωπό μας.

Ωστόσο, μπορεί απ’ την άλλη να υπάρχουν άλλα τόσα σενάρια που να εξηγούν την αδιαφορία του άλλου και την απόσταση που κρατάει από μας. Όπως το να ‘ναι μπερδεμένος, να μην του αρέσουμε πολύ, ώστε να διατίθεται να ξεκινήσει μια σχέση με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Ενδεχομένως, έχει άλλες προτεραιότητες αυτήν την περίοδο στη ζωή του, έχει ιεραρχήσει κάπως τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, που συγκυριακά δε συμπίπτουν με τις δικές μας, ή ακόμα μπορεί να ‘ναι εγκεφαλικά ερωτευμένος με άλλο άτομο, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει ότι πρακτικά έχει κάποια σχέση με κάποιον. Πιθανόν να βρίσκεται στη φάση που ξεπερνάει ένα χωρισμό ή έχει αποφασίσει να κρατήσει λίγη απόσταση απ’ τις σχέσεις και να μείνει μόνος για να τα βρει με τον εαυτό του. Διότι, όταν φάμε τη χυλόπιτα από κάποιον δεν είναι πάντα επειδή δεν του αρέσουμε ή δεν τον έλκουμε, και συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις νιώθουμε τη χημεία και τη μανία του άλλου να βάζει φρένο και τότε είναι που πεισμώνουμε και προσπαθούμε να τον κάνουμε να μας θελήσει.

Βέβαια, το να πεις: «Εγώ αυτόν τον άνθρωπο θα τον κατακτήσω και θα τον κάνω να με θέλει όπως εγώ αυτόν» ενέχει κινδύνους. Είναι σαν μια παρτίδα σκάκι, που όσο καλά κι αν στήσεις τα πιόνια σου, όσο συγκεντρωμένα κι αν παίξεις, μπορεί απλά σήμερα η τύχη να μην είναι με το μέρος σου. Σίγουρα, κανένας δε θα μπορέσει να σε πει δειλό κι ηττημένο. Χαμένος δε θα βγεις. Μπορεί, όμως, να καταλήξεις πληγωμένος. Διότι, ποσό λογικό είναι, τελικά, να κυνηγήσεις κάτι που εξαρχής δε σου ανήκει και δε θέλει οικειοθελώς να γίνει κομμάτι της ζωής σου;

Ακόμα κι αν μπορέσεις να προκαλέσεις την ερωτική επιθυμία κάποιου που είναι αρχικά αδιάφορος απέναντί σου, πόση σημασία θα έχει στο τέλος να σε θέλει κάποιος επειδή εσύ τον έπεισες να το νιώσει; Τα συναισθήματα έχουν μεγαλύτερη αξία όταν προκύπτουν αβίαστα κι αυθόρμητα. Μα πάνω απ’ όλα, τότε έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Ό,τι κάνεις χωρίς να προκύπτει εκατό τοις εκατό από μέσα σου, δεν έχει τη δύναμη να κρατήσει για πολύ.

Τα συναισθήματα ουσιαστικά είναι σκέψεις καλά δουλεμένες που αγγίζουν, τελικά, το μέσα μας και προκαλούν την ένταση. Είναι σκέψεις τόσο καλά ριζωμένες μέσα μας, τις έχουμε αναλογιστεί τόσες φορές που ‘χουν γίνει πια όνειρα και τώρα απλά στη θέα αυτού του ανθρώπου μπροστά μας η καρδιά χτυπάει πιο γρήγορα, τα χέρια ιδρώνουν κι η ανάσα μπερδεύεται. Εμείς ορίζουμε τα συναισθήματά μας, τα τρέφουμε, τα καταπραΰνουμε ή τα αφήνουμε ατίθασα να μας κυριεύουν. Εμείς δίνουμε αξία στις σκέψεις μας, τις εξελίσσουμε και τις δυναμώνουμε.

Πάντως ξεκινούν κι αυτά απ’ το μυαλό. Γεννιούνται από μια σκέψη και μεγαλώνουν μέσα μας. Ο καθένας ορίζει τα συναισθήματά του.

Μ’ αυτό το σκεπτικό ως εξωτερικός παράγοντας ίσως μπορούμε να δώσουμε το έναυσμα στον άλλον να σκεφτεί αυτό που κι εμείς σκεφτόμαστε και να τον οδηγήσουμε να νιώσει όσα νιώθουμε. Πόση αξία θα ‘χει, όμως, όταν έρθει η μέρα που θα το σκεφτεί κι αλλιώς; Όταν συνειδητοποιήσουμε πως οι δικές του σκέψεις δεν είναι τόσο δυνατές όσο οι δικές μας.

Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη