

Τα σχόλια κάτω από ανάρτησή της αναγκάστηκε να κλείσει η Μαρία Αντωνά, μετά την έντονη κριτική που δέχτηκε για μια στιλιστική της επιλογή. Η ραδιοφωνική παραγωγός και ο σύντροφός της, Γιώργος Λιάγκας, επισκέφθηκαν το νησί της Τήνου, όπου και πόζαρε μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας φορώντας ένα κοστούμι με σορτς, που άφηνε τα πόδια της ακάλυπτα.
Αρκετοί χρήστες των social media σχολίασαν αρνητικά την εμφάνισή της, ενώ η ίδια απενεργοποίησε τα σχόλια και δεν τοποθετήθηκε δημόσια. Το θέμα, όμως, συζητήθηκε ακόμα και τηλεοπτικά, με τη Σταματίνα Τσιμτσιλή να δηλώνει πως «ένιωσε την ανάγκη να την πάρει τηλέφωνο» για να της πει ότι θα προκαλέσει σχόλια με αυτή τη φωτογραφία, παρότι γνωρίζει πως η Μαρία Αντωνά πιστεύει στον Θεό και δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει. Την τοποθέτησή τους έκαναν και η Κατερίνα Καινούργιου με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, θεωρώντας το ντύσιμο αυτό προσβλητικό για έναν χώρο λατρείας.
Βλέποντας, λοιπόν, πόσο ντόρο έκανε μια ανάρτηση ενός ανθρώπου που θέλησε να εκφράσει την πίστη του στον δημόσιο λόγο του, αναρωτιέμαι αν το ντύσιμό της ήταν όντως ένας λόγος για να της ασκηθεί δημόσια διαπόμπευση κι έως πότε, άραγε, θα πρέπει να κρινόμαστε για τον τρόπο που επιλέγουμε να ντυθούμε;
2025 κι ακόμα υπάρχουν dress codes βασισμένα σε ηθικούς κανόνες που ναι, μπορούν να γίνουν άδικοι. Και ναι, είναι κατανοητό το γιατί μπορεί να θεωρηθεί ασέβεια ένα γυμνό πόδι σε θρησκευτικό χώρο και ίσως, ως έναν βαθμό, να είναι. Όμως δε γίνεται να μην προβληματίζεται και κανείς με το γιατί ένα σορτς να υποβαθμίζει την πίστη σου κι ένα μακρύ φόρεμα που καλύπτει επιμελώς το δέρμα σου να σε κάνει ένα βαθιά θεοσεβούμενο άτομο. Προσωπικά, δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Μετριέται η πίστη με την εμφάνιση; Μετριέται με το μήκος της φούστας το πόσο ανάγκη έχει ο άνθρωπος να έρθει κοντά στον Θεό;
Ξεχνάμε πολλές φορές κάτι βασικό: όταν κατακρίνουμε –και ενδεχομένως χλευάζουμε– κάτι που είναι έξω από τη νοοτροπία μας, και μάλιστα σε δημόσιο λόγο, πολλές φορές ή μέσω άκομψων σχολίων, δεν ανεβάζει την ηθική υπεροχή μας. Και φυσικά, δε δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό στον συνάνθρωπο και –το βασικότερο– σε αυτά που πρεσβεύει ο χριστιανισμός, η ίδια η πίστη μας.
Αυτό το “φαίνεται” που είναι μεγαλύτερο από το “είναι” αποτελλεί μια νοοτροπία που δύσκολα θα ξεπεραστεί, κι ίσως να ήταν όλα πιο εύκολα αν φορούσε και το «ανάλογο» ρούχο, αφού θα ήταν το πρότυπο, καλή χριστιανή, ή θα έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό. Όμως, στην ουσία, μέσα μας, βαθιά, αναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί χρειαζόμαστε αυτές τις αναφορές και, καλύτερα, γιατί αισθανόμαστε καλύτερα να τις καταδικάζουμε δημόσια;
Άραγε πόσο πιο όμορφη θα ήταν η ζωή μας, αν πραγματικά δε μας ένοιαζε να τρώμε ο ένας τον άλλον –είτε δημόσια είτε ιδιωτικά; Πολλές φορές ξεχνάμε πως αυτό που νομίζουμε ότι πιστεύουμε πως πρεσβεύει την αγάπη, τον σεβασμό, εν τέλει δε μας κάνει καλύτερους, όπως και η μη αποδοχή του συνανθρώπου μας. Άλλωστε, όταν καταλάβουμε σε τι πραγματικά πιστεύουμε, τότε μόνο θα μπορέσουμε και να κατανοήσουμε, τι αποτελλεί προσβολή της πίστης μας και τι απλά είναι απλά ένα στερεότυπο. Μέχρι τότε, ίσως να μπορούδαμε να γίνουμε λίγο πιο δεκτικοί σε ό,τι είναι πέρα από τα πρότυπα.