Ακόμα θυμάμαι το πρώτο μου CD. Ήταν κι η πρώτη φορά που θα άκουγα το αγαπημένο μου “Hold me, Thrill me, Kiss me, Kill me” των U2 σ’ ένα μικρό φορητό CD player. Ο ήχος του με σαγήνεψε. Φανατικός οπαδός του βινυλίου, δεν περίμενα ότι θα με ενθουσίαζε τόσο αυτός ο οπτικός δίσκος των 12 εκατοστών.

Σίγουρα η μετάβαση σ’ αυτό το είδος σε ξένιζε. Απλοποιήθηκε κατά πολύ η όλη διαδικασία του να ακούς την αγαπημένη σου μουσική. Όλα φαινόντουσαν πιο εύκολα και πολλοί συνδύασαν αυτό το βήμα με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τότε πολλοί πίστευαν ότι το 2020 θα είχαν αυτοματοποιηθεί τα πάντα. Θα είχαμε ιπτάμενα αυτοκίνητα και θα ζούσαμε στο φεγγάρι. Κι άλλα πολλά, που κάποια πραγματοποιήθηκαν και κάποια παραμένουν σενάρια επιστημονικής φαντασίας.

Και φαινόταν περίεργο που ένα κουμπάκι θα ήταν αρκετό για να σε ταξιδέψει και με κρυστάλλινο ήχο, μάλιστα. Το ένιωθες πως θα κάλπαζε και θα άνοιγε νέους ορίζοντες στη μουσική βιομηχανία.

Σου έκανε εντύπωση ότι ήθελε ειδική μεταχείριση. Ο τρόπος που το έπιανες και το έβγαζες απ’ τη θήκη του ήταν συγκεκριμένος, αφού μόνο μια γρατζουνιά πάνω του ήταν ικανή να το καταστρέψει. Δε θα ξεχάσουμε και τη χρήση του ως ένας μικρός καθρέπτης. Όλοι –κρυφά ή φανερά– ρίχναμε τις ματιές μας, για να δούμε το πρόσωπό μας στην εσωτερική του πλευρά.

Αλησμόνητες θα μείνουν οι ανταλλαγές που κάναμε. Κάποια cd που είχαμε βαρεθεί να τα ακούμε, ψάχναμε να τα ανταλλάξουμε με κάποια άλλα. Όπως δεν ξεχνιούνται κι οι μαζώξεις στο σπίτι εκείνου του φίλου που είχε το καλύτερο ηχοσύστημα, για να τα ακούμε στη διαπασών κι οι βόλτες στα δισκοπωλεία ή αλλιώς σιντάδικα για εξερεύνηση. Σαφώς νοσταλγούμε κι εκείνες τις ερωτικές αφιερώσεις που γράφαμε πάνω του. Κάθε τραγούδι του και μία σκέψη ή μία ανάμνηση.

Επίσης, μην αγνοούμε κάτι σημαντικό. Έκανε πιο εύκολη και τη δουλειά των Dj. Είχαν περισσότερη άνεση στο να επιλέξουν τη μουσική που ήθελαν να βάλουν. Δεν ταλαιπωρούνταν πια στο ημίφως όπως έκαναν με τους δίσκους βινυλίου. Κι όσο κι αν δεν ήθελαν να το παραδεχτούν, αυτό ήταν κάτι που τους έλυνε τα χέρια.

Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες επένδυαν σ’ αυτό. Οι κασέτες εξαφανιζόντουσαν. Κι αν και στην αρχή το σπορ αυτό ήταν ακριβό, κόστιζαν μια μικρή περιουσία, ήταν κι εθιστικό. Έπρεπε να διαθέτεις αρκετά χρήματα για να αποκτήσεις όλα αυτά που ήθελες, μα θα τα έκανες δικά σου. Βλέπεις, ένας τραγουδιστής έβγαζε σχεδόν κάθε χρόνο κι ένα καινούργιο άλμπουμ. Όλα αυτά μέχρι που ανακαλύφτηκαν τα μηχανήματα αντιγραφής. Κι εκεί όλα άλλαξαν. Η πειρατεία θα έμελλε να γίνει η καταστροφή του.

Κι έτσι, δειλά-δειλά, ήρθε κι η πτώση του. Ήταν φανερό αυτό απ’ τη στιγμή που αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε πιο πολύ τους υπολογιστές γι’ αυτό το σκοπό. Κατεβάζαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια και μάλιστα, πολλές φορές, χωρίς κανένα κόστος. Ήταν αναμενόμενο πως οι δισκογραφικές εταιρίες θα ξεκινούσαν να μειώνουν την παραγωγή τους. Δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά.

Έκανε έναν όμορφο κύκλο, πάντως. Άκμασε τη δεκαετία του ‘90 κι ήταν ένα απ’ τα πράγματα που σηματοδότησαν την απαρχή μιας νέας εποχής. Πλέον, λίγοι έμειναν που το χρησιμοποιούν. Κι οι συλλέκτες ακόμα λιγότεροι. Σε κάποιες χώρες πάντως –για να είμαστε ακριβείς– που έχουν μια τελείως διαφορετική μουσική κουλτούρα, συνεχίζει να έχει μια ικανοποιητική πορεία. Αυτό σημαίνει ότι ίσως δεν ήρθε το οριστικό τέλος του.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δύσκολα θα ξεχαστεί. Κι ίσως σε κάποια χρόνια από τώρα να αρχίσει να παίρνει τα πάνω του και πάλι. Όπως και να ‘χει, η αξία του θα μείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη