Όμορφη και μελαγχολική η αποψινή νύχτα. Θυμίζει κάτι από εσένα. Ο ήχος της βροχής θρυμματίζει τη μονοτονία της νοσταλγίας και το παράθυρο εμποδίζει τις σταγόνες της να μπουν μέσα. Αν το άνοιγα, ίσως και να μου θύμιζαν κάποιες απ’ τις λέξεις που είπαμε λίγο πριν την απόφαση του τέλους μας.

Κοιτάζω το αγαπημένο σου βιβλίο. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, δίπλα απ’ το δικό μου. Μ’ αρέσουν τα χρώματά τους. Το ένα κόκκινο και το άλλο μoβ. Διαβάζω μια σελίδα του κάθε βράδυ, λες και δε θέλω να τελειώσει ποτέ. Ξεχνάω ότι η ψευδαίσθηση μπορεί και να βοηθάει, αρκεί να έχουμε αποδεχτεί το ρόλο της.

Ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο, από εκείνα τα άκαυτα της μνήμης και βάζω στο ποτήρι τις σκέψεις μου. Γλυκόπικρη η γεύση τους. Σκέφτομαι ότι μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό λείπει το άρωμά σου. «Καλύτερα», λέω στο εαυτό μου, «δεν αντέχεις το μεθύσι». Δεν είμαι ακόμα σίγουρος γιατί το κάνω αυτό. Για να σε ξεχάσω ή για να αποφύγω την ψύχρα της μοναξιάς;

Κάθομαι και σε παρατηρώ στα όνειρά μου. Έρχεσαι και φεύγεις. Δε σου μιλάω, όμως. Μόνο σε κοιτάζω. Άλλωστε, οι εικόνες δεν τσουρουφλίζουν όσο οι λέξεις. Και κάπως έτσι, σε σβήνω απ’ τις καθημερινές μου συνήθειες. Δεν αισθάνομαι τα χέρια σου στο δέρμα μου. Δεν ακούω εκείνο το δυνατό γέλιο σου, που κάποτε μου έσπαγε τα νεύρα. Δε σε ρωτάω αν κι απόψε θέλεις να βάλουμε φωτιά στα συναισθήματά μας και να καούμε. Δε νιώθω το φιλί σου να απογειώνει τις αισθήσεις μου. Δεν ακουμπάω το κεφάλι μου στο στήθος σου.

Δε γεμίζουμε με αστείρευτη ηδονή τα σώματά μας και τις σκέψεις μας μας. Φοβάμαι ότι φεύγω από σένα. Δεν ξέρω πού πηγαίνω. Να σου πω την αλήθεια, δε με νοιάζει και πολύ. «Αρνήσου τη στεριά κι ακόλουθα τα πλοία», έλεγε ένας αγαπημένος μου συγγραφέας.

Συζητούσα μ’ έναν μπάρμαν χτες το βράδυ, σ’ εκείνο το μπαράκι που σε είχα δει για πρώτη φορά. Τυχαία πήγα, μη νομίζεις. Του έλεγα για εκείνον τον ξεχασμένο ήχο των σιδηροδρομικών σταθμών, όπου δεν έρχονται τα τρένα πια. Για εκείνα τα μισοτελειωμένα ποιήματα που ποτέ δε θα νιώσουν την επανάσταση του πάθους. Με άκουγε και γέμιζε το ποτήρι του συνέχεια. Κάτι τον άγγιζε. Κι ύστερα γίναμε πολλοί. Σχεδόν όλοι οι θαμώνες είχαμε κι από μια ιστορία ενός έρωτα που μας ζωντάνεψε. Και που ύστερα τον σκοτώσαμε.

Κοίτα να δεις πώς καταντήσαμε τον έρωτα. Οι περισσότεροι πονούν αντί να χαίρονται. Εθιστήκαμε να απολαμβάνουμε τη σκοτεινή πλευρά του. Εμείς τον ζήσαμε και τον καταστρέψαμε πριν αρχίσει η πεζότητά του να φθείρει τα συναισθήματά μας. Κι ίσως, όμως, τώρα να μας εκδικείται. Δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε αυτή τη μάχη.

Πήραμε μεγάλα ρίσκα. Μας άρεσε να πέφτουμε απ’ τα σύννεφα και να ανεβαίνουμε με την ίδια ευκολία. Λες και θέλαμε να γράψουμε ιστορία. Φτάσαμε στο σημείο η αγάπη μας να φωτίζει τη μουντή από μιζέρια πόλη. Εσύ κι εγώ σ’ έναν κόσμο αδιάφορο, άψυχο, συμβιβασμένο και ντεκαβλέ. Ξεχωρίζαμε απ’ τα συναισθηματικά ζόμπι που ταΐζουν τις ανασφάλειές τους με ψεύτικους οργασμούς.

Στο τέλος, συμφωνήσαμε να επικοινωνούμε μόνο με τις σιωπές μας. Κι είναι τόσο επικίνδυνες αυτές. Μπορεί να μην περιέχουν ίχνος μυθοπλασίας, αλλά δραματοποιούν καταστάσεις. Κι εκεί το χάνουν οι άνθρωποι. Νομίζουν ότι αν βάλουν τον εγωισμό τους να γράψει το τέλος θα ανακουφιστούν. Μόνο που έτσι χάνουν τον εαυτό τους. Δεν πάνε παρακάτω. Στην πραγματικότητα, η αυλαία ποτέ δεν πέφτει.

Ζούνε μέσα στην αντίφαση, όπως κάνω κι εγώ τώρα. Όπως κάνεις κι εσύ. Το ξέρω, μη μου κρύβεσαι. Σ’ έμαθα καλά. Ακόμα κι αν φιλάς άλλα χείλη, ακόμα αν κοιμάσαι στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, είμαι σίγουρος ότι δε μοιράζεστε το ίδιο όνειρο.

Και μπορεί να μη σε αναζητάω πια, να μην πηγαίνω στα μέρη που συχνάζεις και να μη ρωτάω κανένα για σένα, αλλά έχουμε αφήσει μια εκκρεμότητα εμείς οι δυο. Να μιλήσουμε μια μέρα για τις σιωπές μας. Κι εκεί θα φανεί η αλήθεια. Αντέχουμε;

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη