Αρώματα, ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της μόδας. Τ’ ανάλαφρα και δροσερά έρχονται σ’ αντιδιαστολή με τα σαγηνευτικά και μεθυστικά. Κάποια έχουν νότες λουλουδιών και φρούτων και κάποια άλλα νότες ξύλου και μπαχαρικών. Εγκλωβίζονται μέσα σε στρογγυλά ή τετράγωνα περίτεχνα μπουκαλάκια με κορδέλες κι ανάγλυφα γράμματα και φιγουράρουν στις βιτρίνες των καταστημάτων.

Όλοι έχουμε θαυμάσει τις συσκευασίες τους κι έχουμε μυρίσει το περιεχόμενό τους. Τα ψεκάζουμε σε χαρτάκια ή στους καρπούς μας και σκεφτόμαστε ποιο να αγοράσουμε. Έχουμε άλλο για το καλοκαίρι κι άλλο για το χειμώνα, άλλο για το πρωί κι άλλο για το βράδυ. Μέχρι που έρχεται η στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι κακώς τ’ αγοράζαμε τόσο καιρό, γιατί κανένα δε συγκρίνεται με τη μυρωδιά που απελευθερώνεται απ’ το σώμα μας. Τη φυσική μας μυρωδιά.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κάθε άρωμα μυρίζει διαφορετικά από δέρμα σε δέρμα. Η φυσική μας μυρωδιά αποφασίζει αν θα το αφομοιώσει ή αν θα το αποβάλλει. Τα αρώματα διαφημίζονται ως το ερωτικότερο «αξεσουάρ» που δεν πρέπει να λείπει από κανένα μπουντουάρ. Γιατί εξαιτίας τους δεν μπορεί να μας αντισταθεί το αντίθετο φύλο. Μέγα λάθος!

Τα δύο φύλα έλκονται μεταξύ τους απ’ τη μυρωδιά του δέρματος κι όχι απ’ το άρωμα. Η φύση, λοιπόν, έρχεται να ακυρώσει τη μεγάλη κυρία της μόδας που δήλωνε ότι όποια γυναίκα δε φοράει άρωμα δεν έχει μέλλον. Με όσα μπουκαλάκια eau de parfum κι αν ψεκαστείς, η φυσική σου μυρωδιά θα βγει στην επιφάνεια. Οι ορμόνες σου λοιπόν είναι αυτές που θα προσελκύσουν το αντίθετο φύλο κι όχι οι Αλδεΰδες του Νο5.

Αν είσαι γυναίκα αυτή τη μυρωδιά που χαράζεται ανεξίτηλα στη μνήμη σου την έχεις σνιφάρει για πρώτη φορά όταν ακούμπησες το κεφάλι σου σ’ εκείνο το σημείο που τελειώνει ο λαιμός του κι αρχίζει ο ώμος του. Εκείνη τη φορά που σήκωνες το κεφάλι σου μόνο όταν είχε πονέσει η μύτη σου κι είχαν γδαρθεί τα μάγουλά σου απ’ τα γένια του.

Αν είσαι άντρας έχεις έρθει σ’ επαφή μαζί της κάπου ανάμεσα στο στήθος της και στο λακκάκι του λαιμού της. Αρχικά προσπάθησες να μαντέψεις ποιο άρωμα φορούσε, αλλά η μυρωδιά που έφτανε στα ρουθούνια σου και ζάλιζε το μυαλό σου ήταν ξεχωριστή και πρωτότυπη. Δεν έχει καταφέρει κανένας μεγάλος οίκος μόδας να τη «φυλακίσει» σε πολυτελή μπουκάλια.

Και τα δύο φύλα έχουμε έρθει ένα βήμα πιο κοντά στην ασφυξία εξαιτίας αυτής της μυρωδιάς. Ήταν εκείνη η φορά που κρατήσαμε το μαξιλάρι που ακουμπούσε στο πρόσωπό μας και παίρναμε βαθιές τζούρες για πάνω από πέντε λεπτά. Αν δεν έχετε καταλάβει ακόμα για ποιο πράγμα μιλάω, χουζουρέψτε μέσα στα παπλώματα ένα κυριακάτικο μεσημέρι μαζί της ή μυρίστε τον μόλις βγει απ’ το ντους και θα καταλάβετε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι το κομπλιμέντο για το άρωμα που φοράς είναι ένα από τα καλύτερα που μπορεί να σου κάνει κάποιος. Η χαρά όμως είναι διπλή –αν όχι τριπλή– όταν έχεις ξεχάσει να ψεκαστείς με το άρωμά σου.

Αν το καλοσκεφτείτε ο λόγος που αγαπάμε ή μισούμε ένα συγκεκριμένο άρωμα είναι εξαιτίας των καταστάσεων που έχουμε συνδέσει μ’ αυτό κι όχι εξαιτίας της πραγματικής του μυρωδιάς. Σ’ αντίθεση μ’ εκείνες τις μυρωδιές που μας έκαναν να χάσουμε τη μιλιά μας και να μπερδεύουμε τα λόγια μας επειδή μας «γαργαλούσαν» τα ρουθούνια. Είναι αυτές, που όταν τις χάσαμε μας οδήγησαν ξημερώματα να γράψουμε σε τοίχους πολυκατοικιών άλλοτε ευφάνταστα κι άλλοτε κλισέ στιχάκια για το πόσο μας έχουν λείψει κι πόσο τις αναζητάμε.

Στο φινάλε θα ενισχύσω τη θεωρία μου με «την ιστορία ενός δολοφόνου». Όσο φρικιαστικό κι αν ακούγεται, αν το ιδανικό άρωμα κρυβόταν σε μπουκαλάκια ο Jean-Baptiste Grenouille θα έκανε διάρρηξη στον οίκο του Dior και δε θα το αναζητούσε σε γυναικεία δέρματα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοτσόβολου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Αγγελική Κοτσόβολου