

Σε κάθε ταινία επιστημονικής φαντασίας, η ιδέα του ταξιδιού στον χρόνο μάς συναρπάζει: άνθρωποι που κινούνται μπρος και πίσω σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, που αλλάζουν το παρελθόν ή επηρεάζουν το μέλλον. Πάντα όμως ως ένα παιχνίδι του νου, μια άσκηση φαντασίας. Γιατί ο χρόνος, όπως έχουμε μάθει να τον αντιλαμβανόμαστε, είναι μια ευθεία γραμμή: ξεκινά από τη γέννηση και τερματίζει στον θάνατο. Είναι η ζωή μας, με μια σειρά γεγονότων που προχωρούν μόνο προς τα εμπρός, αδιάκοπα.
Μέχρι που έρχεται μια απώλεια.
Μια απώλεια μικρή ή μεγάλη. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, το τέλος μιας σχέσης που μας διαμόρφωσε, η αποχώρηση από έναν τόπο που μας έγινε πατρίδα. Τότε είναι που ο χρόνος παύει να είναι γραμμικός. Παύει να υπακούει σε κανόνες και μετατρέπεται σε ένα άχρονο τοπίο, όπου μπορούμε να κινούμαστε – ακούσια – μπρος και πίσω. Κάθε φορά που η θλίψη μάς κυριεύει, η ψυχή μας ταξιδεύει στο παρελθόν. Αναζητά πρόσωπα, στιγμές, μυρωδιές, λέξεις. Γινόμαστε χρονοταξιδιώτες όχι της τεχνολογίας, αλλά της καρδιάς μας. Ταξιδεύουμε με τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά μας.
Όπως εύστοχα είχε πει ο Andrew Garfield όταν μιλούσε για τη μητέρα του, «Η θλίψη είναι όλη η αγάπη που δε βρήκε που να ακουμπήσει». Δε θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα. Γιατί τελικά, δε θρηνούμε μόνο την απουσία. Θρηνούμε και την αγάπη που είχαμε ακόμα να δώσουμε. Τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, τα φιλιά που δε δόθηκαν, τα μελλοντικά πρωινά που δε θα ζήσουμε μαζί τους. Η αγάπη μας δε σταματά. Απλώς μένει μετέωρη, χωρίς αποδέκτη. Και γίνεται θλίψη.
Όμως η θλίψη δεν είναι εχθρός. Την έχουμε μάθει σαν κάτι τρομακτικό, σαν κάτι σκοτεινό που πρέπει να αποφύγουμε. Ένα αίσθημα που μας καθηλώνει, που μας ρίχνει. Και πράγματι, είναι δύσκολη. Είναι άβολη, συχνά παραλυτική. Μπορεί να κάνει το σώμα μας να πονά, το μυαλό μας να θολώνει. Όμως δεν είναι κακιά. Είναι αναγκαία. Είναι μια διαδικασία βαθιά ανθρώπινη, σχεδόν ιερή. Μας υπενθυμίζει ότι αγαπήσαμε. Ότι δεθήκαμε. Ότι νοιαστήκαμε τόσο πολύ που τώρα πονάμε.
Η θλίψη δεν είναι ένα στάδιο που πρέπει απλώς να «ξεπεράσουμε» για να προχωρήσουμε. Είναι ένα ταξίδι που μας μεταμορφώνει. Δε φεύγουμε ποτέ εντελώς από την απώλεια. Μαθαίνουμε να ζούμε μαζί της. Μαθαίνουμε να την κουβαλάμε με ευγένεια, σαν ένα πολύτιμο φορτίο που μας άλλαξε. Και όταν έρχεται εκείνο το ξαφνικό κύμα – ένα πρωινό που όλα πάνε καλά, μια απλή μελωδία στο ραδιόφωνο, ένα άρωμα στον δρόμο – και ξαφνικά νιώθουμε το τράνταγμα της απουσίας, δε σημαίνει ότι «δεν το ξεπεράσαμε». Σημαίνει απλώς ότι η αγάπη είναι ακόμα εκεί. Και μας καλεί σε ένα νέο, μικρό ταξίδι πίσω.
Αυτό το ταξίδι δεν είναι πισωγύρισμα. Είναι ένα άγγιγμα της αιωνιότητας. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί το άρθρο των New York Times, η απώλεια μας κάνει να κινούμαστε στον χρόνο. Να ανακαλούμε με λεπτομέρεια γεγονότα, στιγμές, ακόμα και αισθήσεις, με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό. Ανακαλούμε το φως σε εκείνο το δωμάτιο, το χρώμα του ουρανού σε εκείνη τη βόλτα, τον ήχο της φωνής τους όταν μας είπαν «σε αγαπώ». Είναι σαν να ζούμε ξανά. Ή μάλλον, σαν να συν-υπάρχουμε με εκείνη τη στιγμή. Γιατί η μνήμη, όταν ενεργοποιείται με τόση ένταση, δεν είναι πια μόνο αναπαράσταση. Είναι επανεμφάνιση. Είναι μια μορφή ζωής.
Και κάπως έτσι, οι αναμνήσεις γίνονται το αντίβαρο του τέλους. Το «αντίδοτο» στην απουσία. Είναι αυτές που μας επιτρέπουν να κρατήσουμε κάτι από εκείνο που χάθηκε. Να το ξαναζούμε, όχι με αυταπάτη, αλλά με αγάπη. Να το τιμούμε. Και έτσι, να του δίνουμε θέση μέσα μας. Όχι στο παρελθόν. Αλλά στο πάντα. Αυτό είναι, ίσως, και το μόνο είδος αιωνιότητας που μπορούμε να κατακτήσουμε ως άνθρωποι.
Η απώλεια, λοιπόν, δεν είναι μόνο θλίψη. Είναι και φως. Είναι η δυνατότητα να δούμε τον εαυτό μας αλλιώς. Να συνειδητοποιήσουμε τι έχει σημασία. Να θυμηθούμε την αξία της αγάπης, της εγγύτητας, της στιγμής. Μας ξυπνά. Μας λειαίνει. Μας κάνει πιο ανοιχτούς στον κόσμο. Πιο συμπονετικούς. Πιο ζωντανούς. Όσο κι αν μας συντρίβει στην αρχή, στο τέλος μπορεί να μας αναδημιουργήσει.
Γιατί όποιος έχει πενθήσει αληθινά, ξέρει να αγαπά πιο βαθιά. Δε φοβάται την απώλεια – όχι γιατί δεν πονά πια, αλλά γιατί την έχει δει κατάματα και έχει επιβιώσει. Έχει γίνει φίλος με το άγνωστο. Και έτσι, είναι έτοιμος να αγαπήσει ξανά, με όλο το ρίσκο που αυτό συνεπάγεται.
Το πένθος, τελικά, είναι μια γέφυρα. Από το πριν στο μετά. Από το τέλος στη μεταμόρφωση. Από το απλό βίωμα στην αιωνιότητα της μνήμης. Και σε αυτή τη γέφυρα, όσο και αν φαίνεται μοναχική, δεν είμαστε ποτέ πραγματικά μόνοι. Γιατί κάθε άνθρωπος, αργά ή γρήγορα, γίνεται χρονοταξιδιώτης της δικής του θλίψης. Και βρίσκει εκεί κομμάτια του εαυτού του, του κόσμου, και της αληθινής αγάπης.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη