Τα χρόνια περνούν σαν άνεμος κι η ζωή κυλά σα ποτάμι και κανείς θνητός δεν έχει τη δύναμη να τα σταματήσει. Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και μένουν μόνο τα όμορφα ή τα πολύ άσχημα σαν σημάδια, για να μας θυμίζουν τη ζωή που κάποτε ζήσαμε. «Να ‘ταν τα νιάτα δυό φορές» όπως πολύ σοφά λέει ο λαός κι η Αλίκη. Σαν παιδιά κάναμε σχέδια για ταξίδια σε μακρινούς τόπους, λευκώματα γεμάτα με όνειρα για ένα μέλλον ιδανικό και πρόσφορο, φανταζόμασταν το ιδανικό μας σπίτι, ακόμα και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια, την οικογένεια που θα κάναμε, τον έρωτα που θα βρίσκαμε κι όλα όσα θα αγοράζαμε με τα χρήματα του πρώτου μας μισθού, με παιδική αθωότητα κι αφέλεια, που είναι ίσως και το πιο αγνό δώρο στον κόσμο.

Μεγαλώνοντας ξεχάσαμε εκείνο το παιδί που είναι κρυμμένο μέσα μας- η πραγματικότητα εξάλλου είναι πάντα σκληρή. Αποκτώντας γνώση κι εμπειρία, το τίμημα που πληρώσαμε είναι να χάσουμε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του «δώρου»: το να μπορείς να μείνεις παιδί. Πλέον η ζωή δεν ήταν ένα παιχνίδι, ή ίσως και να συνέχισε να είναι, απλώς με πιο σκληρές πίστες, σχεδόν σαδιστικό, με δοκιμασίες που να μπορούν να ταιριάξουν στο καλούπι της κοινωνίας και της εξέλιξης. Εκείνο το παιδί μέσα μας, τι απέγινε; Πού να βρίσκεται; Τι να καρτερά; Του δώσαμε άραγε όλα όσα ονειρευόταν ή χάσαμε το δρόμο μας και βρεθήκαμε κάπου εντελώς αντίθετα; Κι αν έγινε έτσι, μήπως το ρίξαμε στο «έτσι είναι η ζωή»;

Η καθημερινότητα έχει υπερβολικά γρήγορους ρυθμούς, τόσο γρήγορους που σχεδόν δεν προλαβαίνει κανείς ν’ ακούσει τις σκέψεις του. Ευθύνες, υποχρεώσεις, άγχος, δεν υπάρχει χρόνος ν’ αφουγκραστούμε τι είναι εκείνο που πραγματικά θα έκανε εκείνο το μικρό παιδί μέσα μας ευτυχισμένο, ίσως γιατί σκεφτήκαμε ότι είναι πια αργά για μια τέτοια προοπτική. Κι αν δεν είναι; Ένα γνωστό ρητό λέει: «Για να έχεις κάτι που ποτέ δεν είχες, πρέπει να κάνεις κάτι που ποτέ πριν δεν έκανες». Ποιο είναι αυτό, βέβαια, κανείς δε θέλει να παραδεχτεί. Γιατί προϋποθέτει να ακολουθούμε λίγο παραπάνω την καρδιά μας. Αυτή είναι η απάντηση.

Δουλεύουμε σκληρά για ν’ αποκτήσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι, ένα πιο γρήγορο αυτοκίνητο, μια καλύτερη δουλειά, ένα άριστο πτυχίο, έναν πιο ταιριαστό σύντροφο και παραμελήσαμε όλα εκείνα που έχουν πραγματική ουσία. Ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι βάζουμε την ίδια προσπάθεια ν’ αποκτήσουμε ένα πιο γαλήνιο περιβάλλον, περισσότερη αυτοπεποίθηση, μεγαλύτερη διαύγεια, να δώσουμε παραπάνω αγάπη κι ενδιαφέρον στους γύρω μας, να βοηθήσουμε λίγο ακόμα όσους μας έχουν ανάγκη, να γελάμε ακόμα πιο πολύ, να ζούμε στιγμές χωρίς να κοιτάζουμε μανιακά το ρολόι, ν’ αγκαλιαζόμαστε, να προσφέρουμε χωρίς να μας το ζητήσουν, ν’ ακούμε περισσότερο απ’ όσο μιλάμε, να είμαστε προτεραιότητα, να πάμε εκείνο το ταξίδι που αφήσαμε γι’ αύριο- γιατί εκείνο το αύριο ίσως να μην έρθει για όλους κι η στιγμή να χαθεί. Δεν υπάρχει κάποια εγγύηση στο πόσο χρόνο έχει ο καθένας μας πάνω σε αυτή τη γη. Ίσως εκεί να κρύβεται η ευτυχία, σε όλα αυτά που αφήσαμε γι’ «αύριο».

Ίσως ακούγονται σαν ουτοπία τα λόγια μου, ίσως ν’ αφορούν ένα παράλληλο σύμπαν, σ’ έναν άλλο κόσμο, αλλά ποιος το καθορίζει αυτό; Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ζήσουμε μια ζωή γεμάτη κι ας μην τα έχουμε «όλα» ; Και κυρίως πως προσδιορίζεται εκείνος που τα έχει και με πιο κριτήριο θεωρείται κανείς ότι τα έχει όλα ; Ο έχων χρόνο, δεν έχει χρήματα. Ο έχων χρήματα υστερεί σε χρόνο κι ο έχων χρήματα και χρόνο μειονεκτεί σε ενέργεια. Η «κατάλληλη στιγμή» είναι η μόνη ουτοπία, διότι δεν υπάρχει. Η μοναδική κατάλληλη στιγμή που υπάρχει είναι τώρα- εξάλλου μόνο το τώρα έχουμε. Το χθες μάς προσπέρασε, το σήμερα μάς περιμένει και το αύριο δε μας γνωρίζει καν.

Αν υπάρχει κάποιος που αγαπάμε και δεν το ξέρει, ας του το πούμε σήμερα. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που πληγώθηκε εξαιτίας μας, ας ζητήσουμε συγγνώμη σήμερα. Αν υπάρχει κάτι στη λίστα μας που θέλαμε πολύ να κάνουμε και δεν κάναμε, ας το κάνουμε σήμερα. Η ζωή δεν περιμένει, εμείς γιατί να το κάνουμε; Εγώ πάντως θα σας αφήσω με μια ερώτηση, την ίδια που με κρατάει ξάγρυπνη καιρό: Είναι το παιδί μέσα μας περήφανο για όσα είμαστε σήμερα;

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου