Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι γενναίοι, από τους λίγους εναπομείναντες, που όταν ερωτεύονται το λένε, το φωνάζουν. Το μήνυμα στάλθηκε, ο παραλήπτης όμως αγνοείται, μιας και τα ξεκάθαρα τα λόγια, τα σταράτα, ελάχιστοι πλέον τ’ αντέχουν. Φήμες λένε πως αν δεν έχεις μαντικές ικανότητες, δεν μπορείς να προβλέψεις τι στο καλό έχει το άλλο πρόσωπο στο μυαλό του. Στέλνεις το μήνυμα με τα εσώψυχά σου, κρεμάς την καρδούλα σου σαν κυριακάτικη μπουγάδα, περιμένεις πάνω από την οθόνη του κινητού σαν γεράκι που καραδοκεί τη λεία του κι απάντηση καμιά. Τώρα τι να έπεται, άραγε;

Ερωτευόμαστε, χάνουμε το μυαλό μας, νιώθουμε έτοιμοι για παθιασμένες ακροβασίες και πελώριες στρεβλωτικές, σχεδόν παραληρηματικές εξιδανικεύσεις, δενόμαστε, δινόμαστε, κάνουμε τις τρέλες μας, ξενυχτάμε, βασανιζόμαστε, βουτάμε ακόλαστα στον βούρκο της ανησυχίας, αναμένουμε κι επιμένουμε και στο τέλος μένουμε με την απορία: Έρωτας είναι αυτό που ζούμε ή αυτοάνοσο νόσημα; Τώρα, μπλέξαμε σε αναμνηστικούς μηρυκασμούς και πάει το πουλάκι, πέταξε. Άπαξ και στάλθηκε το μήνυμα γυρισμός δεν υπάρχει. Άτιμα social πώς μας προδίδετε έτσι;

Ακολουθούν τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, τα μαθηματικής ακρίβειας πιθανά σενάρια καθώς και οι καταστροφολογίες, γιατί ένας ψυχαναγκασμός δεν είναι αρκετός- με τρεις έχουμε καλύτερες πιθανότητες να προλάβουμε την επικείμενη καταστροφή στην περίπτωση που το έτερο ήμισυ δεν πει «αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου», Κι όσο αργεί, τόσο περισσότερο η αναμονή μάς σκοτώνει.

Zuckerberg, συγκεντρώσου και βοήθα λίγο την κατάσταση, είμαστε σε έκτακτη ανάγκη, χρειαζόμαστε επειγόντως ένα update που να μας αναλύει το ψυχολογικό προφίλ του αγαπημένου μας ατόμου και να μας ενημερώνει εγκαίρως για το αν θα τη φάμε τη χυλόπιτα τελικά, ή όχι. Το «μίλα μας κι ας μη μας αγαπάς» έχει επισήμως λάβει τέλος -και πολύ άργησε- κι αντικαταστάθηκε αισίως με το «αν δε με θέλεις πες το μου», ενώ προστέθηκε μαζί ένα σασπένς, πιο βασανιστικό κι από ισπανική σαπουνόπερα. Πού οδηγούμαστε πλέον σαν κοινωνία; Ποιοι είμαστε; Πού πάμε; Εμείς δεν ερωτευόμαστε πια, ερωτικά ψυχοσύνδρομα παθαίνουμε και σε λίγο, όχι οι ψυχοθεραπευτές δε μας σώζουν, αλλά ούτε που θα μας προλαβαίνει κι η ίδια σεξουαλική παθολογία.

Τι ψυχή έχει μια απαντησούλα πια, βρε παιδιά; «Με θέλεις;» «Σε θέλω» «Όχι δε σε θέλω». Όρίστε, διαλέξτε κι από τις έτοιμες να μη μου κουράζεστε, θυσία θα γίνω αν χρειαστεί για να βγούμε από την αγωνιώδη αναμονή της ειδοποίησης που ποτέ δε λέει να έρθει. Ν’ αγαπά κανείς ή να μην αγαπά; Ιδού η απορία.

Γλυκόπικρα, μελιστάλαχτα στιγμιότυπα ερωτευμένων ζευγαριών παντού στη ροή των social μας, ερωτικά τραγούδια τυχαία στο ραδιόφωνο, αγκαλιές και φιλιά συντρόφων στον δρόμο, μάς υπενθυμίζουν το «παραδόθηκε» που κοιτάζουμε μανιωδώς μήπως κι αλλάξει, ενώ ταυτόχρονα καταβροχθίζουμε τεράστιες ποσότητες ανθυγιεινών τροφίμων και λίτρα κόκκινου κρασιού, μπας κι η απάντηση του υποψήφιου άλλου μας μισού μάς έρθει λιγάκι πιο ομαλά. Πού καταντήσαμε; Από τις ερωτικές καντάδες, στ’ αναπάντητα μηνύματα, ένα «φοβάμαι να δεθώ» δρόμος. Μην το κουράζουμε, λύση στο πρόβλημα απόψε δε θα βρούμε, η καρδιά θέλει αυτό που η καρδιά θέλει. Ακόμα κι οι επιστήμονες δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί ελκόμαστε κυρίως από ανθρώπους που μας δυσκολεύουν. Αντ’ αυτού προτείνω να φτιάξουμε μια ομάδα, έστω να κάνουμε ένα meeting στο ΟΑΚΑ.

Ήρθε η ώρα να ξεχάσουμε το κλισέ «όποιος σ’ αγαπά, σε παιδεύει». Ας μείνουμε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που αν μας αγαπούν, το δείχνουν ή έστω κάνουν κάτι λίγο πιο απλό: ν’ απαντήσουν επιτέλους σ’ εκείνο το πολυπόθητο μήνυμα.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου