Όλο και πιο βαθιά μελετάται ο τρόπος που συνδεόμαστε και πώς αυτός εξαρτάται από τη θεωρία της προσκόλλησης (attachment theory), αφού επηρεάζει τη βρεφική κι αργότερα ενήλικη ζωή μας και καθοδηγεί τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Εμπνευσμένος από τον βιολόγο Konrad Lorenz, ο ψυχολόγος John Bowlby κι η συνάδελφός του Mary Ainsworth, ανέπτυξαν τη θεωρία του δεσμού κάνοντάς τη γνωστή στο κοινό το 1969.

Στο περιεχόμενό της υποστηρίζει ότι ο συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στο παιδί και στο άτομο που το φροντίζει (κυρίως η μητέρα έχει πρωταρχικό ρόλο) καθώς κι ανάμεσα σε κηδεμόνες κι άλλους φροντιστές κι η φύση της επαφής τους με το παιδί, είναι καθοριστικά για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της προσωπικότητας του ανθρώπου αλλά κι υπεύθυνες για το πώς θα βλέπει και θα βιώνει τις σχέσεις όλων των ειδών, αν θα αισθάνεται ότι είναι άξιο αγάπης -και πόσο- , κι αν μπορεί να βασιστεί στους ανθρώπους και στον εαυτό του , στην κοινωνική του συμπεριφορά, τη βίωση συναισθημάτων καθώς και τις προσδοκίες που μπορεί να έχει.

Υπάρχουν τέσσερις (4) τύποι προσκόλλησης. Ο ασφαλής, αγχωτικός, αποφευκτικός κι ο αποδιοργανωμένος. Σήμερα θα δούμε το τρίτο τύπο από τη πλευρά του ίδιου του ατόμου και πώς το βιώνει. Στη περίπτωση του αποφευκτικού τύπου προσκόλλησης, το παιδί αισθάνεται ότι οι ανάγκες του -ψυχικές και σωματικές- δεν είναι προτεραιότητα, αισθάνεται έντονη αδιαφορία, εγκατάλειψη, ανασφάλεια και μοναξιά. Για να προστατέψει και τα κατευνάσει τα αρνητικά αυτά συναισθήματα αναγκάζεται να εσωτερικεύσει αυτές τις ανάγκες και ν’ απομονωθεί για να προστατευτεί και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του.

Πώς μοιάζει όμως ένας ενήλικας με αποφευκτικό είδος προσκόλλησης και πώς επηρεάζει τις σχέσεις του και την καθημερινότητά του; Είναι οι άνθρωποι που φαίνονται φαινομενικά ανεξάρτητοι κι οργανωμένοι, ανάλαφροι και κοινωνικοί, εκπληκτικοί ακροατές, διασκεδαστικοί, χωρίς προβλήματα κι έγνοιες. Συναισθηματικά απόμακροι -έως κι αναίσθητοι- ισχυρογνώμων, δυναμικοί και συνάμα γοητευτικοί κι αέρινοι. Πώς αισθάνονται βαθιά μέσα στον πυρήνα τους όμως; Οι άνθρωποι με αποφευκτικό στυλ προσκόλλησης συχνά μπερδεύονται με τους ναρκισσιστές, καθώς ξεκινούν μια σχέση με ενθουσιασμό κι ύστερα απομακρύνονται ή αποχωρούν· η παρόμοια «τεχνική» είναι γνωστή ως love bombing και στην προκειμένη περίπτωση είναι κι εσφαλμένη.

Το άτομο αισθάνεται έτοιμο να ξεκινήσει μια σχέση/γνωριμία καθώς στην αρχή δεν υφίσταται δυνατά συναισθήματα και συναισθηματικό δέσιμο. Προχωρώντας σε πρώτο επίπεδο, θα προσπαθήσει να κρατήσει επιφανειακή την επαφή καθώς δεν του αρέσει να εκφράζεται -σκεφτείτε ότι σαν παιδί, η προσπάθειά του να εκφραστεί είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί- και να μιλά για τον εαυτό του. Σ’ αυτό το σημείο δείχνει αυτοπεποίθηση και περηφάνια για τον εαυτό του, που είναι ένας άνθρωπος που «μπορεί τα πάντα μόνος». Στην πραγματικότητα, όμως, φοβάται ότι αν δείξει το πραγματικό του πρόσωπο υπάρχει περίπτωση ν’ απορριφθεί. Εδώ, υπάρχει ο φόβος απόρριψης κι εγκατάλειψης κι έχει ως αποτέλεσμα να μην αποκαλύψει κανένα ελάττωμά του.

Σε δεύτερο επίπεδο βρίσκεται η επαφή (ερωτική-συναισθηματική). Τα συναισθήματα τού προκαλούν την αίσθηση πνιγμού κι ο φόβος είναι τόσο έντονος που από ψυχικός γίνεται και σωματικός. Είναι η στιγμή που τα αισθήματα που αναπτύσσονται για σένα γίνονται too much -να λάβουμε υπόψη ότι δε γνωρίζει πώς να τα εκφράσει και πώς να τα διαχειριστεί διότι από παιδί έμαθε να τα κρατάει για τον εαυτό του- και ξαφνικά φτάνει η ώρα να απομακρυνθεί για να προστατευτεί, με αποτέλεσμα το άτομο που βρίσκεται στη σχέση να νιώσει μπερδεμένο και σοκαρισμένο από την ξαφνική εναλλαγή συμπεριφοράς. Η αλήθεια εδώ είναι ότι το άτομο αυτό, ενώ αποζητά τη βαθιά κατανόηση κι αγάπη, δε γνωρίζει πώς να επικοινωνήσει πρακτικά τις ανάγκες του με αποτέλεσμα να επικρατήσει συναισθηματικό κομφούζιο και να «υπερφορτωθεί». Η απομόνωση είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζει για να νιώσει καλύτερα.

Αυτή η κίνηση έχει ως αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις και να υπάρξει ένταση κι απομάκρυνση. Το άτομο απεχθάνεται τις εντάσεις και την πίεση και θα αισθανθεί ότι τα συναισθήματα είναι υπερτιμημένα, ότι οι άνθρωποι συνεχώς τον απογοητεύουν κι ότι του ζητούν πολλά που δεν μπορεί να δώσει, η σχέση δεν είναι κάτι που θέλει κι ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει για κανέναν. Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις θέλουν πολλή δουλειά κι από τις δύο πλευρές με πρώτο και κύριο «όπλο» την ανοιχτή επικοινωνία -κάτι που ο αποφευκτικός δεν μπορεί να στηρίξει. Αυτό λοιπόν θα τον αναγκάσει να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο λόγω έλλειψης κατανόησης και θέλησης να δημιουργήσει ένα βαθύ δεσμό από φόβο, αμηχανία, αποτυχία, εγκατάλειψη, ανασφάλεια, όσο απορρίπτει τον σύντροφό του πριν απορριφθεί από εκείνον -τα τραύματα του παιδιού βγαίνουν πλέον στην επιφάνεια- κι ενεργοποιείται η λογική. Σκέφτεται ότι δεν έχει ανάγκη από μια σχέση, ότι δεν μπορεί να προσφέρει όσα το άλλο άτομο έχει ανάγκη, η αγάπη έχει αίσθηση «κινούμενης άμμου», πιθανόν να χάσει τον εαυτό του και την αυτονομία του, ότι δεν ενδιαφέρονται πραγματικά κι είναι «ψεύτικοι» όσοι το πλησιάζουν και το άτομο που στην αρχή θεωρούσε τέλειο, είναι πλέον «βάρος». Έτσι, γεννάται η «βιολογική» ανάγκη να τερματιστεί η σχέση.

Καθώς η σχέση έχει λήξει, υπάρχει περίπτωση να υπάρχει ήδη νέο άτομο στο πλάνο ή να προχωρήσει αμέσως σε κάτι καινούριο για να ξεκινήσει ο φαύλος κύκλος από την αρχή. Φορά τη μάσκα του «αδιάφορου» ανθρώπου και ξενυχτά, πίνει, δείχνει ευτυχής. Αυτό είναι απλώς ένα προσωπείο, μια βιτρίνα. Οι αποφευτικοί άνθρωποι είναι, συχνά, επιρρεπείς σε καταχρήσεις. Στην αρχή όντως δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τίποτα μα στην εξέλιξη του «no contact» όπως γίνεται όταν μια σχέση τελειώνει άσχημα σε διάστημα μεταξύ 4 εβδομάδων κι 6 μηνών, όλες οι καλές αναμνήσεις και τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν έρχονται ξανά μπροστά του. Δεν υπάρχουν ελαττώματα και φοβίες κι ο πρώην σύντροφος είναι ξανά τέλειος, οπότε εμφανίζεται η ανάγκη να δημιουργηθεί ξανά επαφή. Να ληφθεί υπόψιν ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση για εξέλιξη κι αλλαγή μοτίβων, θέλει απλώς να βιώσει ξανά τα συναισθήματα που του λείπουν κι ο κύκλος ξεκινά από την αρχή.

Η ερωτική επαφή μ’ έναν αποφευκτικό είναι ίσως κι η μεγαλύτερη έκρηξη ντοπαμίνης και σεροτονίνης που υπάρχει. Σου δίνει την αίσθηση της μαγείας και της «τέλειας σύνδεσης», γνωρίζει τι θέλεις, πώς το θέλεις, πότε το θέλεις. Παρ’ όλο που αισθάνεται αμήχανα με την οικειότητα, αυτού του είδους η επαφή του δίνει την ευκαιρία να εκφραστεί όπως θέλει ελεύθερα, χωρίς όρια και φόβο. Στο ουσιαστικό κομμάτι της σχέσης, όμως, αδυνατεί να το κάνει κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπορεί να δημιουργήσει μόνο επιφανειακές «σχεδόν σχέσεις» αφήνοντας το άλλο άτομο αλλά και τον ίδιο με ένα αίσθημα κενού.

Στην ουσία τα άτομα με αποφευκτικό τύπο προσκόλλησης, έχουν ανάγκη από κατανόηση και πολλή υπομονή για να αισθανθούν ασφάλεια. Αισθάνονται τα πάντα, πολύ και συνήθως δε γνωρίζουν ότι οι πράξεις τους επηρεάζουν τους ανθρώπους γύρω τους ή δεν καταλαβαίνουν πώς και γιατί τους πληγώνουν. Με την κατάλληλη βοήθεια από ψυχολόγο μπορεί κάποιος να γνωρίσει ποιον τύπο προσκόλλησης έχει και φυσικά να δουλέψει με τον εαυτό του ή και με τον σύντροφο (θεραπεία ζευγαριών) και να τον αλλάξει. Το μόνο σίγουρο είναι πως αν όλοι γνωρίζαμε πιο καλά τον εαυτό μας, θα κάναμε καλύτερες επιλογές, αποφεύγοντας πολύ πόνο και βαθιά τραύματα. Αυτό που σίγουρα μπορούμε όλοι να κάνουμε, είναι να έχουμε παραπάνω κατανόηση στους ανθρώπους γύρω μας·έτσι θα δημιουργηθούν ευκαιρίες να γιατρευτούμε, ν’ αγαπηθούμε και ν’ αγαπήσουμε ουσιαστικά, κάτι που όλοι έχουμε ανάγκη.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου