Κάποτε αγαπημένε μου,

 

Έλεγα πως εγώ ποτέ. Τα άκουγα στις ειδήσεις, τα διάβαζα στο ίντερνετ, τα έβλεπα στις ταινίες, ναι. Αλλά πάντα έλεγα πως εγώ ποτέ. Πίστευα ότι ήταν πολύ μακριά μου αυτό το συναίσθημα, της ανεπάρκειας, της ντροπής, ενώ αυτό καραδοκούσε και με χάζευε από απόσταση, περιμένοντάς με να σε γνωρίσω. Και σε γνώρισα και σ’ ερωτεύτηκα και σ’ αγάπησα. Πιο πολύ από όσο πίστευα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω, δίνοντάς σου τα πάντα, αφήνοντας πίσω τίποτα για μένα. Και το τραγικό είναι πως χαιρόμουν την ελεύθερη πτώση σε μια άβυσσο που δημιούργησα εγώ, εσύ, δε γνωρίζω. Εσύ με τράβηξες, μα εγώ σε άφησα. Επέλεξα να κλείσω τα μάτια και να σου δώσω το χέρι μου.

Με έπεισες, βλέπεις. Πάντα το είχες με τον λόγο και πόσο ειρωνικό, ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ σε σένα. Έκανες τα πάντα να μοιάζουν όμορφα, φώτιζες όποιον χώρο βρισκόσουν, φώτιζες εμένα. Όλοι γύρω μου το έλεγαν. «Είσαι άλλος άνθρωπος μαζί του», «Τι καλό παιδί», «Αχ να δεις πώς κοιτάζεστε» κι αλλά πολλά που μου φούσκωναν παραπάνω τα μυαλά. Πρώτη φορά ένιωθα τόσο αγαπητή, τόσο προστατευμένη με λόγια και με πράξεις. Υπήρξες ο πρώτος άνθρωπος που αποκάλεσα «δικό μου». Ο πρώτος που με λάτρεψε πιο πολύ από ό,τι εγώ η ίδια εμένα. Ο πρώτος που ήθελα να αποκαλέσω κι ο τελευταίος. Έδωσες νόημα στο «για πάντα» μου. Όσο γελοίο και ν’ ακουγόταν, έτσι με έκανες να νιώθω. Και περήφανη για τη γελοιότητά μου.

Όποιος είχε κακή κουβέντα να πει για σένα ή για εμάς, με έβρισκε απέναντί του. «Πρόσεχε μην πέφτεις με τα μούτρα», «Μη ρίχνεις όλες τις άμυνες, κράτα μια πισινή», «Ρε παιδί μου, κάποιο λάκκο θα έχει η φάβα δεν μπορεί να είναι όλα τόσο αψεγάδιαστα». Γιατί αυτό ήσουν. Αψεγάδιαστος. Και πίστεψα σε σένα, παραπάνω από τα λόγια των «κακοπροαίρετων», όπως τους αποκαλούσα τότε. Μα να σου πω την αλήθεια τώρα μεταξύ μας; Τα έβλεπα κι εγώ αυτά τα κενά μερικές φορές κι όταν γινόταν αυτό, έδενα τα μάτια, γιατί προτιμούσα να τα ρίξω αλλού ή να τα μπλοκάρω εντελώς από τον εγκέφαλο, παρά να τα πιστέψω. Πράγματα που έβλεπαν τα μάτια μου, που άκουγαν τ’ αυτιά μου, που ένιωθε το δέρμα μου. Στοιχεία που φανέρωναν το σκοτάδι που έκρυβες πίσω από το φως.

Θυμάμαι. Θυμάμαι τις ανακρίσεις που βάφτιζες ενδιαφέρον, τα νεύρα που βάφτιζες ανησυχία, την παθολογική ζήλια που βάφτιζες έρωτα, την καταπίεση που βάφτιζες αγάπη. Θυμάμαι που δεν τολμούσα να κάνω βήμα χωρίς εσένα, αφού όπως έλεγες «σε είχα ανάγκη για να περάσω καλά». Δικά σου λόγια. Θυμάμαι που δε σου αρκούσε το τηλέφωνο, ήθελες κάμερα, για να με βλέπεις. Μόνο που δεν ήθελες να βλέπεις εμένα, ήθελες να βλέπεις ότι σου λέω αλήθεια για το πού είμαι. Θυμάμαι με πόσες φίλες μου έκοψα την καλημέρα, γιατί «δεν ήταν καλή επιρροή» με βάση τα δικά σου δεδομένα. Θυμάμαι τους συναισθηματικούς εκβιασμούς, κάθε φορά που τολμούσα να πω όχι. Θυμάμαι την ημέρα που ήπιες και ξέφυγες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έσκυψα το κεφάλι όταν μου είπες «μη με κοιτάς όταν μιλάω». Αλλά δεν έφταιγες εσύ, έφταιγα εγώ που το πυροδότησα με τη συμπεριφορά μου, καλά δε θυμάμαι;

Δεν ήμουν πια εγώ. Ήμουν τα ψέματα που έλεγα σε φίλους κι οικογένεια, για να καλύψω την ντροπή μου. Ήμουν το λευκό θολό χρώμα που πλέον είχε το πρόσωπό μου. Ήμουν τα χαμόγελα που προσπαθούσα να μοιραστώ, μα δεν κατάφερνα. Ήμουν χαμένα χρόνια. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο αστείο; Ακόμα και σήμερα, τώρα, βρίσκω τον εαυτό μου ανίκανο να σε κατηγορήσω για όλα. Με μένα τα έβαλα που σου έδωσα τέτοια δύναμη. Που στήριξα κάθε ελπίδα και μέλλον σε έναν μόνο άνθρωπο. Που πίστευα κάθε ψεύτικη συγγνώμη σου. Που μου είναι τόσο εύκολο να γράψω αυτό το κείμενο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη κατηγόρια, το μεγαλύτερο βάρος μου. Και προσπάθησα πολλές φορές να σε σιχαθώ. Αλλά είναι σαν να θέλει ο εγκέφαλος να προστατεύσει την ανάμνησή σου. Γιατί για να σε μισήσω, πρέπει να πιστέψω πως όλα, ακόμα και τα καλά, ήταν μέρος μιας χειραγώγησης που απλώς σε διασκέδαζε και σε επιβεβαίωνε. Να πιστέψω πως, έστω κι αρρωστημένα, δεν αγαπήθηκα ποτέ. Και δεν είμαι ακόμα έτοιμη γι’ αυτό. Γιατί έλεγα αυτό, ποτέ σε μένα.

Αλλά να σου πω κάτι; Αφού δεν μπορώ να σε μισήσω, σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες να παρατηρώ τα πάντα, να διαβάζω κινήσεις καλύτερα από λέξεις.  Να μη θεωρώ τίποτα δεδομένο. Ν’ αγαπώ πρώτα εμένα και να με σέβομαι. Να μη σηκώνω νταηλίκια, να τα τερματίζω. Και σ’ ευχαριστώ πιο πολύ, όχι για μένα, αλλά για την κόρη που ενδεχομένως κάνω και θα μπορώ να της μιλήσω για ανθρώπους σαν εσένα, να τη θωρακίσω όπως δε θωρακίστηκα εγώ, γιατί πλέον ξέρω, μου έμαθες. Ίσως της δώσω και το όνομά σου. Για να σ’ ευχαριστήσω.

 

Με εκτίμηση,

Μια -πλέον- ανάμνηση.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου