Μ’ αρέσει ο αυθορμητισμός κι εσένα σ’ αρέσει όταν μου παίρνει τον έλεγχο. Μ’ αρέσει να σε κοιτάζω και να σε φαντάζομαι χωρίς ρούχα, με βλέμμα παραδομένο στα χέρια μου κι εσένα σ’ αρέσει να με ανάβεις. Αυτό κάνεις σε όποια ευκαιρία βρίσκεις, ξυπνώντας τόσο τον πόθο όσο και τον αυθορμητισμό και τότε ξέρεις πολύ καλά ότι δε θα κρατηθώ ούτε θα ελεγχθώ γιατί το επέλεξες, το ζήτησες και τώρα θα στο δώσω. Μα λίγο πριν σου ορμήσω, κοιτάζω γύρω και σε κοιτάζω με το χαμόγελο που λατρεύεις. Ο καιρός άνοιξε, μωρό μου. Πάμε βόλτα στην εξοχή;

Το σεξ μαζί σου είναι πάντα ιδανικό είτε στο κρεβάτι με τα σεντόνια να κολλάνε στα ιδρωμένα μέλη είτε ανάμεσα στα δέντρα και το πράσινο. Πόσο γουστάρουμε να σπάμε τα καλούπια μας και να το κάνουμε μαζί, να οριοθετούμε ξανά και ξανά το τι θέλουμε, τι ζητάμε και πώς το θέλουμε κι εγώ σε θέλω εδώ, τώρα, στα ανοιχτά, κάτω από τον ουρανό και με κανέναν άλλον τριγύρω. Εσύ, εγώ κι η φύση. Η σκέψη και μόνο μ’ ερεθίζει· η σκέψη να αφήνομαι, να αφήνεσαι και να γινόμαστε ένα κουβάρι ενεργειών, παθιασμένων αναστεναγμών, βογκητών και τρελαμένων μυαλών, μία μάζα πόθου, ανάγκης, σχεδόν εξάρτησης που απλώς ανοίγει τα χέρια και πέφτει.

Αυτήν την εικόνα έχω όταν κλείνω τα μάτια μου, ενώ είσαι από πάνω με φόντο φυλλωσιές κι καθαρούς ή έναστρους ουρανούς· εγώ με παραδομένο πνεύμα και σώμα σε έναν χαμό αισθήσεων που με φτάνει στην κορύφωση κάθε στιγμή και περισσότερο. Οι μυρωδιές των λουλουδιών, του γρασιδιού, της γύρης. Το κελάηδισμα των πουλιών ή το τραγούδι του νυχτοπουλιού. Οι κόκκοι του χώματος κάτω από τα δάχτυλά μου κι η γεύση σου στο στόμα μου. Ω, αυτή η γεύση σου. Τα μάτια ανοίγουν διεγερμένα, σχεδόν εκστασιασμένα να σε βρουν εκεί, με τη γύμνια του κορμιού σου ελευθερωμένη στον κόσμο, να μη σε νοιάζει τίποτα και κανένας, μόνο εγώ κι ευχαρίστησή μας, μόνο εγώ και τ’ όνομά σου από τα χείλια μου καθώς με γεμίζεις ή σε γεμίζω, καθώς με τραντάζεις ή σε τραντάζω. Καθώς η αποκορύφωση πλησιάζει, βλέποντάς σε σε παράδοση κι υποταγή σ’ όσα νιώθεις, σ’ όσα σε κάνω εγώ να νιώθεις, σ’ όσα σε κάνει το περιβάλλον γύρω μας να νιώθεις.

Κι απλά τρελαίνομαι· παίρνω τα ηνία και σε γυρίζω ή κάθομαι εγώ στα τέσσερα κι η ένωση είναι πιο έντονη και άμεση κι ανάβω ακόμα περισσότερο, αναστενάζω και τα χέρια κλείνουν γύρω από το χορτάρι ή τη μέση σου, το βλέμμα μπροστά στη φύση που απλώνεται, στη δική της γύμνια και ομορφιά, που επηρεάζεται από τον δικό μας εγωισμό που θέλουμε να κλέψουμε από τη χάρη της, από τη δική της ωμότητα ή να της δώσουμε εμείς λίγη ή πολλή. Ναι, πάρα πολλή. Να τη μολύνουμε, να την κολλήσουμε κάβλα και να σπάσουμε τα δικά της αθώα καλούπια, την αγνή τελειότητά της, να την κάνουμε να αλλάξει ατμόσφαιρα και να παρασυρθεί από τον ερωτισμό μας, από την έξαρση και την πνευματική και σωματική απογείωση.

Να γίνει κι αυτή τρελή, άγρια, ένα ζώο σαν κι εμάς, να επιτίθεται, να ξεσκίζει, να ουρλιάζει, να ιδρώνει με κινήσεις «βίαιες», επιτακτικές, διεκδικητικές να παίρνει ό,τι της ανήκει γιατί είσαι ο άνθρωπός μου κι είσαι δικός μου και θα σε παίρνω όπου μου κάνει κέφι. Κι οι σκέψεις ένα χάος· ένα χάος με πυροτεχνήματα κι ανάγκη και μέσα κι έξω και με άλλα πυροτεχνήματα και τρέλα.

Κι όπως τελειώνουμε, κραυγάζοντάς της την αλήθεια μας, την αλήθεια των απελευθερωμένων στην ανάγκη σωμάτων και μυαλών, νιώθουμε πιο ζωντανοί και γεμάτοι από ποτέ, πιο ενεργοί και δραστήριοι στη ζούγκλα που λέγεται ζωή από κάθε άλλη φορά. Ώσπου να έρθει η επόμενη και να υπερισχύσει της προηγούμενης. Γι’ αυτό μ’ αρέσει ο αυθορμητισμός κι εσένα όταν μου παίρνεις τον έλεγχο. Γι’ αυτό δε χάνεις ευκαιρία να τον τσιγκλάς και να μ’ αφήνεις να σε πηγαίνω σε νέες φύσεις, σε νέα δάση κι αισθήσεις. Γιατί η κάθε φορά είναι καλύτερη από την άλλη όταν είμαστε εκεί έξω.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή