Η Μαίρη έμοιαζε ευτυχισμένη. Πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά;

Τρεις το μεσημέρι, και στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου στη Δαιδάλου οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις.

Θειάδες, ξαδέρφες, φίλες και γνωστές, μανάδες, ράφτρες, μακιγιέζ, κομμώτριες, είχαν κατακλύσει το σπίτι σα μελίσσι τον Αύγουστο.

Ο μπαμπάς κι ο αδερφός έστεκαν παράμερα, περήφανοι κι ανήσυχοι μαζί, ντυμένοι τα γιορτινά τους.

Το κοριτσάκι τους ήταν κοντά στα είκοσι τρία, μεγάλη γυναίκα πια, έτοιμη για γάμο, έτοιμη για οικογένεια, παιδιά, σκυλιά· για όλα αυτά τα ώριμα πράγματα τέλος πάντων.

Ψέματα. Σκυλί είχε ήδη, άρα είχε περάσει τη γνωστή δοκιμασία, που πριν παντρευτείς πρέπει να πάρεις ένα σκυλί, ώστε να συνηθίσεις τη δέσμευση. (Σε όλα τα σωστά εγχειρίδια που προετοιμάζουν κάποιον για γάμο, αυτό με το σκυλί είναι στανταράκι· σαφέστατος δείκτης της ικανότητας δέσμευσης…)

Άλλωστε, ο μέλλων σύζυγος και η Άνοιξη, το θηλυκό minpin, το ίδιο και το αυτό.

Εκείνο το ίδιο μεσημέρι, στο γερασμένο καφενείο της γωνίας, ένας νεαρός έπινε το τρίτο του ποτό έχοντας καπνίσει σχεδόν μισό πακέτο τσιγάρα.

Η αρχέγονη πάλη.

Η τελευταία ερωτική σχέση αναμετράται στο ρινγκ με τον αιώνιο σύζυγο.

Όλοι μας έχουμε πρώην κι όλοι έχουμε υπάρξει πρώην.

Μιας κι ο κόσμος γουστάρει να παντρεύεται, θα δεις πολλούς πρώην σου να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά.

Στις περισσότερες περιπτώσεις δε θα δώσεις σημασία και μάλιστα ίσως σκεφτείς ότι εσύ στάθηκες πολύ τυχερός που απέφυγες τη μονιμότητα.

Να το ξέρεις όμως.

Θα υπάρξει πάντα μία φορά που θα σε πονέσει όσο δε φαντάζεσαι.

Κάποιοι γάμοι είναι το ιδανικό επιστέγασμα ενός αγνού ανόθευτου έρωτα.

Ο καθένας θα ήθελε πιθανότατα «να παντρευτεί από αγάπη» όπως λέει ο κόσμος. Αλλά δυστυχώς, οι περιπτώσεις αυτές είναι μάλλον η μειονότητα.

Ακριβώς αγαπητοί μου.

Στην Ελλάς του 2014 κυριαρχούν απόψεις του 1950, ότι μια κοπέλα πρέπει να αποκατασταθεί νέα για να μη μείνει στο ράφι. Τα κλισέ αυτά συνοδεύονται από απόψεις που ορίζουν την ιδανική διαφορά ηλικίας, τη μοιρασιά διαμερισμάτων, το μαγείρεμα από τσελεμεντέδες κι άλλα τέτοια που προκαλούν εμετό.

Αν και οι απόψεις αυτές αναπαράγονται από –ηντάχρονες μανάδες, θειάδες κι άλλα προϊστορικά όντα, διαπιστώνω μετά θλίψεως ότι ακόμα και νέα κορίτσια απηχούν την ίδια λογική.

Αποκατάσταση.

Τι άχαρη, ξενέρωτη, αντιερωτική λέξη… 

Σε οικοδομή ταιριάζει περισσότερο παρά σε ανθρώπινο πλάσμα.

Υπάρχει όμως μια μερίδα κοριτσιών που δεν έχουν στον νου τους τον γάμο άμεσα, αλλά τελικά παντρεύονται επειδή βρήκαν κάποιο κελεπούρι. Τι κι αν δεν είναι ερωτευμένες; Θα τον ερωτευτούν. Κι αν δεν τον ερωτευτούν, θα τον αγαπήσουν.

Κι εδώ «θα». Η επιτυχία μιας συμβίωσης όμως δε βασίζεται στο «θα».

Για οποιονδήποτε λόγο κι αν αποφασίσει μια νεαρή κοπέλα να παντρευτεί, ένα είναι σίγουρο.

Αν και θα έχει ακούσει εκατοντάδες ιστορίες διαζυγίων, το δικό της σενάριο περιλαμβάνει πάντοτε ένα όμορφο σπιτάκι σε ένα ροζουλί συννεφάκι κάπου στον ουρανό μαζί με τον γαλάζιο της πρίγκιπα.

Η ευτυχία ωστόσο είναι απάνθρωπο ισοζύγιο. Δεν υπάρχει μια εικοσιτετράωρη γεννήτρια ευτυχίας στον κόσμο.

Θυμάστε εκείνες τις παλιές ζυγαριές των παντοπωλείων; Έτσι είναι. Κάποιος κλέβει στιγμές ευτυχίας που αιωρούνται διάφανες στον χώρο. Κι όποιος πρόλαβε, πρόλαβε.

Για κάθε ζευγάρι που παντρεύεται λοιπόν, υπάρχει ένα ζευγάρι πρώην που μένουν πίσω.

Η χαρά του μέλλοντος των νεόνυμφων αντισταθμίζει το παγωμένο, επώδυνο παρόν και το νοσταλγικό παρελθόν εκείνων που έμειναν πίσω.

Διερωτώμαι μερικές φορές τι σκέφτονται τις μοναχικές στιγμές της ημέρας του γάμου τους, εκείνες οι κοπέλες που άφησαν ανθρώπους πίσω.

Ίσως προσπαθούν να διώξουν τις ενοχές για τις αποφάσεις τους ή ίσως αναμένουν θρασύτατα να τους χαριστεί κι άλλη ευτυχία, κι άλλη, κι άλλη, με τον άνθρωπο που επέλεξαν για γαμήλιο σύντροφο.

Κι αυτός ο αλήτης ο χρόνος, δίνει την ευτυχία σε εκείνους που την έχουν λιγότερο ανάγκη, κι αφήνει άλλους να την έχουν αγγίξει, σαν Braille γραφή, μόνο στο λήμμα έψιλον του λεξικού.

Πίσω στο διαμέρισμα της Δαιδάλου, στο παιδικό της δωμάτιο, η Μαίρη, σαν σε όνειρο, φεύγει αλαφιασμένη από το σπίτι, σκουντουφλώντας πάνω σε απορημένους συγγενείς και φίλους, κατεβαίνει με μια ανάσα την παλιά σκάλα και βγαίνει στον δρόμο.

Σταματά το πρώτο ταξί που περνάει και κάθεται στο πίσω κάθισμα. Πριν κλείσει την πόρτα, βγάζει τα νυφικά της γοβάκια και τα πετάει μακριά.

Ελευθερία.

Η ελευθερία γραμμένη στις γυμνές της πατούσες.

Κι ύστερα ο Δημήτρης.

Ο δικός της Δημήτρης που έμεινε πίσω, και τη θέση του πήρε ένας άλλος Δημήτρης (οποία σύμπτωσις παρακαλώ!), ο αιώνιος σύζυγος…

Ο δικός της Δημήτρης, που εκείνη την ώρα έπινε απέναντι από το πατρικό της.

Θα ζούσαν χωρίς νυφικά με ουρά και χρυσαφένια δαχτυλίδια.

Θα έφευγαν μαζί την ίδια στιγμή, με όσα χρήματα είχαν στις τσέπες, και θα σταματούσαν όπου γούσταραν. Ελλάδα, εξωτερικό· δεν είχε σημασία.

Θα μάθαιναν να μιλούν τη γλώσσα των ντόπιων αν χρειαζόταν και θα ξεκινούσαν από την αρχή. Θα έπιαναν δουλειά σε ένα παλιωμένο εργοστάσιο και θα περνούσαν τη ζωή τους σε έναν απομακρυσμένο δρόμο όπου δε θα μπορούσε να τους βρει κανείς.

Μόνοι κι ευτυχισμένοι.

Η ονειροπόληση της Μαίρης διεκόπη από την οργισμένη φωνή της μάνας της που τράνταξε το δωμάτιο. Το στολισμένο αυτοκίνητο ήδη περίμενε κάτω…

Όσο μεγαλώνω, ολοένα πείθομαι ότι ο στίχος «οι φίλοι μου όλοι εδώ και χρόνια ζευγάρια ‘γίναν, ‘φτιάξαν σπίτια» αναφέρεται σε εκείνους που προχωρούν μπροστά στη ζωή, αφήνοντας ανθρώπους πίσω.

Μα όσοι μένουν πίσω κάθε άλλο παρά ζωντανοί είναι· άμαχοι, άοπλα θύματα ενός άδικου πολέμου. Ζουν κατατονικά, με εκείνο το άθλιο συναίσθημα που σε κάνει να μην μπορείς να μισήσεις αυτόν που προχώρησε επειδή τον αγάπησες πολύ, μα ταυτόχρονα θλίβεσαι για την απώλεια.

Και το συναίσθημα αυτό, η χαρά για την ευτυχία του άλλου μαζί με τη θλίψη της νοσταλγίας μιας αλλιώτικης ζωής είναι για πολύ γερά στομάχια, για μεγάλα παιδιά.

Οι αναγγελίες των γάμων στις εφημερίδες είναι δίπλα σε εκείνες των θανάτων, μόνο που θύτες και θύματα, ζωντανοί και νεκροί, μοιράζονταν κάποτε κοινές ζωές.

Ο Δημήτρης περίμενε ώσπου το πολυτελές αυτοκίνητο παρέλαβε την πανέμορφη νύφη.

Ήταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει στη ζωή του. 

Βγήκε από το καφενείο κι έσβησε το τσιγάρο, που σχημάτισε ένα βαθούλωμα στη σόλα του παπουτσιού του.

Ένα μόνιμο βαθούλωμα. 

Συντάκτης: Βασίλης Γιαννούλης