«Κι εγώ που χρόνια γύρευα τον στίχο, που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου, μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη και την χαρίζω σ’ όποιον μου εξηγήσει, να ‘χει το μέλλον μου να επιλέξει ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει. Τίποτα σημαντικό. Ζω μονάχα εν λευκώ…» αντηχούν οι στίχοι στο δωμάτιό σου, τραγουδισμένοι απ’ το στόμα της Νατάσας Μποφίλιου, αλλά κι απ’ τον δικό σου φοβισμένο εαυτό.

Είναι αλήθεια πως δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθεις να μαραίνεσαι μέσα στην καθημερινότητα, να πνίγεσαι σε αυτόν τον καταιγισμό υποχρεώσεων και καθηκόντων. Η εποχή της αφθονίας αγαθών, υπηρεσιών, τεχνολογίας, τεχνογνωσίας, επιλογών (και συνεπώς επιπλοκών) σου χτύπησε τόσο γρήγορα το κουδούνι κι εσύ μένεις σαστισμένος στο κατώφλι, με την πόρτα μισάνοιχτη, να σκέφτεσαι, όσο προλαβαίνεις, αν θα τα δεχτείς, αν θα τα απορρίψεις, ή, τέλος πάντων, αν θα τα υιοθετήσεις με μια –έστω– υποτυπώδη επιφυλακτικότητα.

Σχέση δουλείας λένε ότι είναι αυτή η σχέση που ‘χεις αναπτύξει με τον χρόνο. Σε απασχολεί τόσο πολύ αν θα φτάσεις έγκαιρα, αν θα τηρήσεις τα χρονοδιαγράμματα, αν θα υλοποιήσεις το καθημερινό βαρυφορτωμένο σου πρόγραμμα, που συχνά ξεχνάς ότι ο χρόνος είναι μια σιδηροδρομική γραμμή πάνω στην οποία  οφείλεις να κυκλοφορήσεις το τρένο της προσωπικής σου ευτυχίας. Το χρωστάς, άλλωστε, στον ίδιο σου τον εαυτό, δε νομίζεις;

Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, ακούς από παντού πικραμένες δηλώσεις πως χάθηκε το συναίσθημα, η φιλία, η εμπιστοσύνη, το ήθος, χάθηκαν οι αξίες, χάθηκε το νόημα. Οι άνθρωποι παραπονιούνται σαν μικρά παιδιά ότι δεν τους αγαπούν. Περιμένουν απ’ τους άλλους να τους χαρίσουν την αγάπη που δικαιούνται, την αγάπη που δεν κατάφεραν να πάρουν όσο ήταν μικροί, την αγάπη που ξέφυγε απ’ τα χέρια τους καθώς μεγάλωναν, αναζητώντας αέναα εκείνη την πληρότητα. Περιμένουν να γίνουν αξιαγάπητοι.

Βέβαια, όσο κι αν ξέρεις ότι η αγάπη πράγματι είναι η μεγάλη πλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης, αρνείσαι πολλές φορές να την προσφέρεις, δεν αφήνεσαι στη στιγμή, δε δίνεις χρόνο στους ανθρώπους, αδυνατείς να ‘ρθεις κοντά τους σε ακτίνα μικρότερη των πενήντα εκατοστών και δειλιάζεις να τους γνωρίσεις. Βλέπεις, μόνο τέτοιας κλίμακας αποστάσεις θα σου δώσουν τη δυνατότητα να δεις βαθιά στις ψυχές, στον πυρήνα τους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα ‘χεις πρόσβαση στα αυθεντικά συναισθήματα του απέναντί σου, αφού η εγγύτητα έχει την ικανότητα να διαλύει τα προσωπεία, να απογυμνώνει κι έτσι να βοηθά στο να εκτιμήσεις ή να απορρίψεις.

Επομένως, όσο αρνείσαι την αγάπη, όσο αρνείσαι να αντικρίσεις την αλήθεια του ανθρώπου που στέκει εκεί, απέναντί σου, όσο αρνείσαι να ξεβολευτείς απ’ την καθημερινότητά σου κι απ’ την υποτιθέμενη πολλές φορές βιασύνη σου, τόσο η επιδημία της ανίας και της θλίψης εξαπλώνεται και σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή σου. Γίνεται ο χειρότερός σου εχθρός και συνάμα (παραδόξως) ο καλύτερός σου φίλος, όταν πλέον έχεις στερέψει από ενδιαφέροντα, όταν έχεις ελλιπή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα γύρω σου, όταν δεν έχεις ξεκάθαρη θέση για τη στάση των Η.Π.Α απέναντι στον πόλεμο στη Συρία, όταν δεν ονειρεύεσαι ταξίδια και περιπέτεια, όταν δέχεσαι να δεις τους άλλους μόνο με την προϋπόθεση ότι θα μεσολαβεί ένα τραπεζάκι ανάμεσά σας και το απαραίτητο ρόφημα, που θα δικαιολογεί κάπως την αδυναμία των στομάτων να μιλήσουν.

«Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι μεν να ‘χεις αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει», αναφέρει η συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη σε ένα έργο της…

Νιώθοντας πίεση, απογοήτευση, άγχος και μια διαρκή αναζήτηση για το καλύτερο, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, λόγω συναισθηματικής φόρτισης, έχουμε καταναγκαστικές συμπεριφορές και τάσεις για έλεγχο. Συνήθως γινόμαστε μανιακοί με πράγματα και συγκεκριμένες ασχολίες. Μας ενδιαφέρει η κοινωνική αναγνώριση κι οι υψηλές απολαβές. Έχουμε τεράστιες απαιτήσεις απ’ τον εαυτό μας, καταλήγοντας να μην έχουμε χρόνο για χαλάρωση, ενώ δεν είναι και λίγες οι φορές που ασκούμε πίεση στα κοντινά μας πρόσωπα. Σωματική εξάντληση, έλλειψη ουσιαστικής διασκέδασης, εντάσεις παντού και πάντα.

Και βέβαια, η αέναη αναζήτηση τεχνικών για να παραμείνουμε νέοι κι ελκυστικοί, αποτελεί μια ακόμη σύγχρονη τάση, που έρχεται εν τέλει να μας προσθέσει άγχος και να μας ρουφήξει τόσο χρόνο μέσα στη μέρα μας! Πρέπει να πας γυμναστήριο, πρέπει να φοράς πρωί-βράδυ αυτήν την αντιγηραντική κρέμα, πρέπει να αφαιρέσεις αυτή την ελιά απ’ το μάγουλο, πρέπει επιτέλους να αλλάξεις τα περσινά σου ρούχα και φυσικά πρέπει να βάλεις γυαλιά μυωπίας!

Ωστόσο, η τέχνη της ζωής συνίσταται στο να αποφασίσουμε, εμείς οι ίδιοι, πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος μας. Κοιτώντας προς το μέσα μας, και με γνώμονα τις πραγματικές μας ανάγκες και τη δική μας εσωτερική φωνή, μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτή τη ματαιοδοξία μας για ακριβή μελλοντικά σχέδια κι ουτοπικά πλάνα ζωής.

Θα μάθουμε πως τίποτα δεν εγγυάται το μέλλον και την εξέλιξή μας. Θα μπορούμε έτσι να προσεγγίσουμε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις στο τώρα, χωρίς προκαταλήψεις, με ανοιχτό μυαλό κι ορθάνοιχτη καρδιά.  Θα ‘χουμε το θάρρος να εξερευνήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, χωρίς δυσπιστία, παραδιδόμενοι με αυτό τον τρόπο στο παρόν της ζωής μας, χωρίς όρους. Αρκεί να δεχτούμε πως σε κάθε γωνία κρύβονται πάντα εκπλήξεις -κι απ’ τις καλές μα κι απ’ τις άλλες, τις ζόρικες.

Άλλωστε, η ζωή είναι τόσο μικρή που πρέπει να επιλέγουμε πώς θα την ζήσουμε. Ας αφιερώσουμε, λοιπόν, περισσότερο χρόνο για να ανακαλύψουμε ποια είναι η ατομική μας αποστολή σε αυτόν τον κόσμο. Ας κινητοποιηθούμε προς αυτόν τον σκοπό. Ας πάψουμε να φτιάχνουμε από μόνοι μας κόμπους πάνω στα νήματα της πραγματικότητας. Ας πάρουμε το ρίσκο να γίνουμε πιο αυθεντικοί και πιο αφοσιωμένοι στον πραγματικό μας εαυτό. Ας βοηθήσουμε τους άλλους να ‘ναι αυτό που είναι, κι ας τους αποδεχτούμε χωρίς περιοριστικά μέτρα. Ίσως τότε βρει η πένα μας τον καλύτερο δρόμο πάνω στο χαρτί της αληθινά ευτυχισμένης ζωής…

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη