Περπατούσες αμέριμνα στον δρόμο κι άκουσες μια περίεργη φασαρία από μακριά, στεκόσουν στη στάση κι εκεί που περίμενες ήσυχα, μια αναστάτωση απέναντι σου τράβηξε το βλέμμα. Συνήθως έχεις καταλάβει τι συμβαίνει πριν καν κοιτάξεις πιο προσεκτικά. Τι άλλο; Ένας ακόμα καβγάς που εξελίσσεται σε δημόσιο χώρο.

Όλοι, μάλλον, έχουμε βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση και βέβαια η αντίδρασή μας ποικίλει ανάλογα με τον χώρο, τον χρόνο, το τι αντικρίσαμε και σε τι ψυχολογία βρισκόμασταν κι εμείς. Κάποιες απ’ τις διαμάχες στέκονται στα έντονα λόγια και τα υψηλά ντεσιμπέλ, ενώ άλλες ξεπερνούν κάθε όριο, εκσφενδονίζοντας αντικείμενα, κλοτσώντας παγκάκια, δίνοντας μπουνιές σε τοίχος και –στο χειρότερο σενάριο– στον συνομιλητή τους.

Κάποτε μπορείς να καταλάβεις την μπόρα πριν ξεσπάσει, ενώ άλλοτε σκάει σαν βόμβα κι εύχεσαι να μην είχες βρεθεί στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Προσπαθείς αρχικά να καταλάβεις τι συμβαίνει. Συνήθως τον καβγά συνοδεύουν ακαταλαβίστικες κουβέντες που πετάνε αυτοί που μαλώνουν, καθώς απ’ τον θυμό έχει χαθεί ο έλεγχος, μαζί κι ο καθαρός συλλαβισμός των λέξεων. Κοιτάς γύρω σου κι αντικρίζεις κι άλλα απορημένα πρόσωπα να παρατηρούν όσα συμβαίνουν, κάποια από αυτά να απομακρύνονται κι άλλα να σιγοψιθυρίζουν αναλύοντας το τι μπορεί να έχει συμβεί.

Οι καβγάδες αυτοί μπορεί να κρύβουν έναν επεισοδιακό χωρισμό, μια απιστία, ένα ψέμα ή κάτι άλλο σοβαρό ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, αλλά όχι κι απαραίτητα, αφού έντονα μπορεί να τσακώνονται και δύο φίλοι, συνάδελφοι ή συγγενείς. Μπορεί να αφορά σκηνές ζήλιας ή προσπάθεια κάποιων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, καθώς αισθάνονται θιγμένοι.

Σε όλες τις περιπτώσεις, όπως και να ‘χει, η λογική δείχνει να εγκαταλείπει και να αναλαμβάνει η θολή οργή, που κανείς δε φαίνεται να μπορεί να την διαχειριστεί ή έστω να την μετριάσει μέχρι να βρεθούν μόνοι σ’ ένα ιδιωτικό χώρο. Φερόμενοι σαν θηρία, ασπάζονται κι οι δύο τον νόμο της ζούγκλας και προσπαθούν να επιβληθούν ως δυνατότεροι.

Οι γύρω, βέβαια, έχουν τον πιο δύσκολο κι άβολο ρόλο, καθώς βρίσκονται θεατές σε μια παράσταση που δεν έχουν επιλέξει οι ίδιοι να δουν. Οι αντιδράσεις των παρατηρητών διαφέρουν. Είναι αυτοί που τρέχουν να βοηθήσουν και να προστατεύσουν τον φαινομενικά πιο αδύναμο, ειδικά σε περίπτωση που το πράγμα έχει χοντρύνει κι οι εμπλεκόμενοι χειροδικούν, προσπαθώντας να καθησυχάσουν τα πνεύματα κι αδιαφορώντας για το αν θα φάνε κι αυτοί καμία κατά λάθος, όπως συμβαίνει συνήθως. Θεωρούν πως είναι καθήκον τους να παρέμβουν και να ισορροπήσουν την κατάσταση.

Υπάρχουν κι εκείνοι που μόνο ποπκόρν απ’ το περίπτερο δεν αγοράζουν, παίρνοντας την καταλληλότερη θέση για να ‘χουν την καλύτερη οπτική επαφή και να δουν, αμέτοχοι φυσικά, τα όσα συμβαίνουν, σαν να παρακολουθούν ταινία. Ενώ εννοείται πως δε λείπουν κι εκείνοι που μόλις αντιληφθούν μία τέτοια κατάσταση τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση για να αποφύγουν οποιαδήποτε εμπλοκή που μπορεί να τους προκαλέσει μπερδέματα που δεν επιθυμούν.

Όποια κι αν είναι η αντίδραση των ανθρώπων που ‘χουν γίνει μάρτυρες σε τέτοια σκηνικά, ένα είναι το σίγουρο, πως βιώνουν ένα άσχημο, αμήχανο, συναίσθημα. Κανείς δε χαίρεται συναντώντας τέτοιες απολίτιστες συμπεριφορές, το να κλείνουμε, όμως, τα μάτια και να κάνουμε πως δε βλέπουμε, δε λύνει το πρόβλημα, ούτε το εξαφανίζει. Το ότι δεν είναι προσωπικό μας θέμα δε σημαίνει πως δεν πρέπει να προβληματιστούμε για τον συσσωρευμένο θυμό, την επιθετικότητα και την ακρότητα των συμπεριφορών.

Με τις φωνές, τον θυμό και τη βία δεν υπερασπιζόμαστε το δίκιο μας, αντίθετα καταφέρνουμε να το χάσουμε εντελώς. Η συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους πρέπει να ‘ναι πάντα αυτή που θέλουμε να λαμβάνουμε κι εμείς απ’ αυτούς, και φυσικά πρέπει να σκεφτόμαστε πως οι δημόσιοι χώροι ανήκουν σε όλους και δεν έχει κανένας το δικαίωμα να φέρνει κάποιον σε τόσο δύσκολη θέση.  Να μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως όλοι μας είμαστε εν δυνάμει θύματα και θύτες ενός τέτοιου καβγά.

 

Συντάκτης: Μαρία Βίγλα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη