Κάθε καλοκαίρι έχει τη δική του ιστορία, λένε, και κάπου εδώ κι αυτή φλερτάρει με το τέλος της. Για άλλους κράτησε τρεις μήνες, για άλλους έναν, για άλλους δύο βδομάδες και για άλλους μονάχα λίγες μέρες. Όλοι, όμως, έχουμε τα ίδια συναισθήματα: Το θέλουμε πίσω.

Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα, όμως, κάτι. Το ότι τελειώνει το καλοκαίρι δε σημαίνει ότι μπαίνει ο χειμώνας. Οπότε, όλους εσάς, που με το που περνά ο Δεκαπενταύγουστος ξεκινάτε να εύχεστε «καλό χειμώνα» κι άλλα τέτοια κουλά, να σας γυρίσω πίσω στο δημοτικό να αναλύσουμε τις τέσσερις εποχές του χρόνου.

Κλείνει η παρένθεση και συνεχίζουμε. Όταν μας ρωτάνε τους λόγους για τους οποίους θέλουμε το καλοκαίρι πίσω, ο καθένας μας θα δώσει κάτι διαφορετικό. Μερικοί θεωρούν πως οι απαντήσεις είναι προφανείς. Υπάρχουν οι «Δε θέλω να γυρίσω στη δουλειά», «Θέλω να μείνω σε κάποιο νησί», «Θέλω να τρώω παγωτό», «Μου αρέσει η θάλασσα», «Θέλω να μαυρίσω και να βγαίνω να τα πίνω με τους φίλους μου». Τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά, όμως, και ποιο είναι το πραγματικό νόημα των καλοκαιρινών διακοπών που τόσο λαχταράμε;

Επιζητούμε ξεγνοιασιά κι ηρεμία. Να καθόμαστε με τις ώρες και να χαζεύουμε το γαλάζιο της θάλασσας κι εκείνο το ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα. Να χαλαρώσουμε και να ξεχνάμε για λίγο τις υποχρεώσεις και τα προβλήματα που μας απασχολούν. Να μην κοιτάμε την ώρα, ο χρόνος να περνάει χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Να μην έχουμε το άγχος πού θα πάμε και τι θα κάνουμε, να νιώθουμε ελεύθεροι. Να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους νέους φίλους, και –ποιος ξέρει– νέους έρωτες. Να ξεφύγουμε απ’ τη ρουτίνα και την καθημερινή βάση. Να ‘ναι τόσο επιλεκτικά και ποιοτικά γεμάτες οι μέρες κι οι νύχτες μας, ώστε να μη μας μένει καιρός για να χαζεύουμε τα social media. Πώς, λοιπόν, να αφήσουμε τις διακοπές να φύγουν έτσι απλά;

Να ξαναζήσουμε όλες εκείνες τις ωραίες στιγμές. Τα αγαπημένα μας roadtrip με την παρέα μας –παραδέξου το, γι’ αυτά ζεις–, εκείνες τις βραδιές που ξημερώσαμε παρέα με ‘κείνον τον καλοκαιρινό έρωτα σε μια παραλία με δύο μπίρες, τα βράδια με τους φίλους που ήπιαμε και χορέψαμε –κι ας μας κοιτούσαν σαν να ‘μασταν τρελοί, ε, είμαστε–, τις ατελείωτες μεταμεσονύχτιες φιλοσοφικές συζητήσεις για το σύμπαν κι από πού προερχόμαστε. Τα απογεύματα με κιθάρα και φωτιά στην άμμο, τις βόλτες στο χωριό και τις γιαγιάδες να μας ρωτάνε «Τίνος είσαι ‘σύ;», τους φίλους αυτούς που βλέπουμε μόνο εκείνη την εποχή του χρόνου.

Να επιστρέψουμε σε εκείνη την παραλία που τόσο αγαπάμε και να κάνουμε ηλιοθεραπεία κάτω απ’ το φως του ήλιου. Να βρεθούμε ξανά σε εκείνη την αγκαλιά που μας λείπει τόσο και να μιλήσουμε για όλα εκείνα που μας προβληματίζουν. Να χορέψουμε σε τρελά κέφια μέχρι το πρωί στα μπαράκια του νησιού και να δούμε παρέα με τους φίλους μας την ανατολή. Να γυρίσουμε όλες τις ταβέρνες και να χορτάσουμε από θαλασσινά κι ούζο. Να κάνουμε βραδινά μπάνια κάτω απ’ την πανσέληνο.

Για όλα εκείνα τα κοκτέιλ που δεν προλάβαμε να πιούμε, τα παγωτά που δεν προλάβαμε να φάμε, το μαύρισμα που δεν έφτασε στο επιθυμητό επίπεδο, τα ταξίδια που δεν πήγαμε, τους φίλους που δε χορτάσαμε, τις αμμουδιές που δεν περπατήσαμε, τις φωτογραφίες που δε βγάλαμε, τα πάρτι που δε διασκεδάσαμε, τον έρωτα που πάλι δεν εξομολογηθήκαμε.  Για τα ξενύχτια που δεν κάναμε, το φεγγάρι που δεν είδαμε παρέα, το κάμπινγκ που δεν πήγαμε, τις φορές που δε γελάσαμε, τα πανηγύρια που δε χορέψαμε, τις τρέλες που δεν κάναμε. Πάμε ένα restart για όλα αυτά, παρακαλώ!

Και τελικά τι ζητάμε; Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα, που λέει κι ο Καρβέλας. Κι αν αυτό καθίσταται αδύνατο, ήδη μετράμε αντίστροφα για του χρόνου. Μέχρι τότε, κρατάμε κοχύλια κι αναμνήσεις.

Συντάκτης: Κορίνα Γιούρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη