Αυτός ο εκκωφαντικός ήχος της μηχανής ξανά, και εκείνος ο γνωστός κόμπος στο στομάχι, γιατί κάθε φορά με αεροπλάνο είναι διαφορετική, αλλά τα συναισθήματα σχεδόν πάντα ίδια. Αεροσυνοδοί που κινούνται πάνω-κάτω και δίνουν οδηγίες, χαμόγελα που κρύβονται πίσω από μάσκες και εγώ μόνη, χαμένη στη μουσική μου και στα σύννεφα.

 Λίγες ώρες και μερικές ερωτήσεις αργότερα, σε τουρίστες ή ντόπιους, φτάνω στο πιο κεντρικό μέρος της πόλης. Εκεί που περίμενα όλη μέρα να φτάσω, σ’ εκείνο το μέρος που έχει όλα τα γνωστά μουσεία μαζεμένα, τα εξαιρετικά μνημεία, την αρχαία αγορά, μεγάλος μέρος της ιστορίας τέλος πάντων. “Excuse me, do you speak English?”, ρωτάω ένα παρεάκι που αλληλοφωτογραφίζεται μες στην τρελή χαρά κάπου δίπλα. Έπειτα έμαθα πως ήταν ντόπιοι τελικά, της περιοχής. Πιάνουμε συζήτηση, τους εξηγώ ότι είμαι μόνη μου σε αυτό το ταξίδι, κι έτσι απλά το βράδυ μάς βρίσκει σε μια από εκείνες τις χαρακτηριστικές μεγάλες μπυραρίες, μιλώντας για τις ζωές μας.

 Και οι ιστορίες δίνουν και παίρνουν, όσο η μπύρα στο ποτήρι μειώνεται. Και με τι ασχολούμαστε στον ελεύθερο και μη χρόνο, πώς περνάνε οι μέρες και οι νύχτες μας, πού έχουμε ταξιδέψει, για τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, για το διαφορετικό φαγητό κάθε χώρας και τον πολιτισμό της, για την οικονομία, και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Και όταν αποφάσισα να κρατήσω αυτή τη στιγμή και σε μια polaroid, πέρα από τη μνήμη μου, εκείνοι ενθουσιάστηκαν στην ιδέα και μου χαμογέλασαν. Όσο το σκεφτόμουν, συνειδητοποιούσαμε πως οι ζωές μας μοιάζουν περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

 Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα, μέχρι που ένα βράδυ κάποιος μίλησε για ένα πρόβλημα υγείας. Εκείνο το βράδυ όλοι ανοίχτηκαν. Τα χαμογελαστά πρόσωπα δεν υπήρχαν πια. Ο καθένας μας, είχε να πει από κάτι που τον στενοχωρούσε, που τον πλήγωνε. Εκείνο το βράδυ ένιωσα πιο ευγνώμων από ποτέ και αναρωτιόμουν, αν τελικά πρέπει να ξέρεις καιρό κάποιον για να μιλήσεις για τα προσωπικά σου προβλήματα. Εγώ πάντα ήξερα την απάντηση, κι ας μην είχαν όλοι την ίδια γνώμη.

 Τα εισιτήρια μου άλλαξαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ευτυχώς μπορούσα να το κάνω για λίγο ακόμα. Τη μέρα γυρνούσαμε σε μουσεία και αξιοθέατα, σε πάρκα και καφέ, το βράδυ εξερευνούσαμε τα ξένα σκοτεινά σοκάκια, με μια μπύρα στο χέρι. Έμαθα τις γκριμάτσες τους όταν πειραζόντουσαν με κάτι, είδα κάποια να σηκώνει το φρύδι χειρότερα από εμένα, έμαθα λέξεις στη δική τους γλώσσα και εγώ προσπαθούσα να τους δώσω να καταλάβουν λέξεις πέρα από το «σουβλάκι» και το «μ@λ@κας» -γελάμε τώρα. Σύγκρινα το μετρό τους με το δικό μας και μου έκανε εντύπωση που είχαν κάδους παντού, αστυνομικούς κι ο τρόπος που ήταν χτισμένα τα σπίτια. Μου έκανε εντύπωση που δε μιλούσαν και πολύ αγγλικά -όχι εκείνοι, ο κόσμος στη χώρα γενικότερα.

 Κι όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, τους αγκάλιασα σαν να ήξερα ότι δε θα τους ξαναδώ, γιατί δεν ήθελα να έχω προσδοκίες. Γιατί είναι καλύτερο πάντα να λες, ελπίζω να τα ξαναπούμε, παρά να το υπόσχεσαι και να μη συμβαίνει τελικά.

 Και όταν βρέθηκα στο αεροπλάνο ξανά, και κοίταξα αυτήν την πόλη από ψηλά, ήξερα τι θα μου μείνει απ’ αυτό το ταξίδι. Και τώρα ξέρετε κι εσείς. Ο κόμπος στο στομάχι δεν υπάρχει πια, αυτή η επιστροφή έχει άλλο χαρακτήρα.

Συντάκτης: Κορίνα Γιούρου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου