Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του ταξινομεί τα πράγματα που του συμβαίνουν σε κεφάλαια, άλλοι βέβαια απλά αφήνουν τα γεγονότα έτσι. Άλλοι το αντέχουν, άλλοι όχι. Μερικοί δεν μπορούν να το αφήνουν έτσι. Θεωρούν πως δεν επιτρέπεται να υπάρχει χαμός στη ζωή τους αν ήδη επικρατεί ένα μπάχαλο.

Όσο περνάνε τα χρόνια και γνωρίζουμε ανθρώπους, άλλους τους ερωτευόμαστε, άλλους τους κάνουμε φίλους κι άλλους δεν τους βάζουμε καν στη ζωή μας. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του, για τις οποίες βέβαια θα πρέπει να δεχτεί και τις συνέπειες. Άλλωστε οι επιλογές έχουν πάντα και συνέπειες, είτε καλές είτε κακές.

Κι είναι και μερικοί άνθρωποι, οι οποίο μπαίνουν τόσο αναπάντεχα στη ζωή μας και την κάνουν άνω-κάτω χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι εσύ φοβάσαι να τους ανοίξεις την πόρτα, ακόμα κι αν χτυπάνε τόσο δυνατά. Φοβάσαι να εμπιστευτείς, να νιώσεις. Φοβάσαι μήπως πληγωθείς. Είναι κάτι όμως τόσο φυσιολογικό, αλλά συνάμα τόσο τρομακτικό. Σε βάζει σε τόσες σκέψεις. Γιατί φοβάσαι να προχωρήσεις; Γιατί δεν μπορείς να εμπιστευτείς; Τι σε τρομάζει τόσο πολύ;

Κι η απάντηση είναι ξεκάθαρη, σχεδόν μπροστά στα μάτια σου. Πλέον έχουμε καταλήξει να φοβόμαστε να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους γύρω μας, επειδή όταν το κάναμε βρήκαμε μία πόρτα. Άλλες φορές ήταν κλειστή. Πονάει πολύ το να βγαίνεις επιτέλους απ’ τη ζώνη ασφαλείας σου, να δοκιμάζεις πράγματα που πριν δεν τα σκεφτόσουν καν κι ο άλλος απλά να μην το δέχεται ή τουλάχιστον να κάνει την προσπάθεια. Κι εσύ κάθεσαι εκεί, με τον εσωτερικό σου κόσμο στα χέρια, έξω από μία κλειστή πόρτα κι αναρωτιέσαι γιατί μπήκες στον κόπο. Κι έτσι, εξαντλημένος παίρνεις το δρόμο της επιστροφής με τα κομμάτια σου γύρω-γύρω.

Κι άλλες φορές η πόρτα είναι ανοιχτή, χωρίς να υπάρχει κανένας μέσα. Κι εκεί είναι που νιώθεις τον πόνο της εγκατάλειψης να ρέει μέσα σου χωρίς σταματημό. Το σίγουρο είναι ότι αυτό πονάει περισσότερο. Έδειξες ό,τι είχες μέσα σου κι ο άλλος σαν κύριος έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Το μπάχαλο μέσα στο μυαλό σου μεγαλώνει, καθώς βομβαρδίζεις με ερωτήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό κι η επικρατέστερη λέξη; Γιατί.

Γιατί. Δύο συλλαβές που στοιχειώνουν τις ζωές μας καθημερινά, χωρίς να μας λυπάται ή να δείχνει έλεος. Γιατί και γιατί και γιατί. Άλλες φορές παίρνεις απάντηση κι άλλες όχι. Άλλες φορές η φωτιά που έχεις μέσα σου σβήνει και άλλες γίνεται ακόμα πιο μεγάλη, καίγοντας ό,τι υπάρχει. Μερικά κεφάλαια δεν κλείνουν, λένε.

Όχι, φυσικά και πρέπει να κλείνουν. Δεν πρέπει να δέχεσαι κανέναν να ελέγχει τη ζωή σου μόνο και μόνο επειδή μπορεί να έφυγε χωρίς να σου εξηγήσει το γιατί. Κανένας μας δε φταίει για να βασανίζεται μέχρι να μάθει τι σκατά έγινε, όλοι έχουν δικαίωμα να προχωρήσουν. Άλλωστε αν δεν τα πας καλά με το παρελθόν σου, θα συνεχίζει να σε κυνηγάει όσο και να προσπαθείς εσύ να ξεφύγεις. Κι όλα αυτά για μία τόσο μικρή λέξη. Γιατί.

Κι ενώ ο καθένας μας θα κάνει την προσπάθεια να προχωρήσει, πάντα αυτό το κενό στο παρελθόν μας θα μας τραβάει πίσω. Αναζωπυρώνοντας έτσι τη φωτιά χωρίς άλλη κουβέντα. Κι έτσι, όλα όσα κάναμε για να ξεχάσουμε θα πηγαίνουν στράφι, ασχέτως αν εμείς έχουμε κάνει πολύ κόπο.

Νομίζω κάποια στιγμή είναι αναπόφευκτο το να ψάξουμε το γιατί. Ξέρουμε ότι είναι τόσο σημαντικό, είναι η εξιλέωσή μας. Δεν έχει σημασία αν έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια ολόκληρα. Εσύ πρέπει να μάθεις το γιατί. Κι είναι μαγκιά να γυρνάς πίσω για να αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου. Θέλει υπομονή και δύναμη. Είναι σαν να τα βάζεις με ένα τεράστιο θηρίο. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα, για κάθε απάντηση, για κάθε δική σου αντίδραση. Είναι γνωστό πλέον πως η ζωή μας έχει διδάξει ότι η αλήθεια πονάει. Σφίξε λοιπόν δόντια, χέρια κι άκου.

Σαν το συναίσθημα όμως που ακολουθεί μετά, δε συγκρίνεται τίποτα. Είναι απερίγραπτη η ελευθερία που μπορείς να νιώσεις. Μπορείς να τρέξεις στο κρεβάτι σου, να ξαπλώσεις με φορά και να πεις ένα μεγάλο «επιτέλους». Τέλος οι ερωτήσεις, τέλος οι κατηγορίες, τέλος τα βάσανα. Ένα κεφάλαιο της ζωής σου έκλεισε.  Δεν είναι απαραίτητο να ανοίξει ένα επόμενο, αλλά ξέρεις ότι τα έβαλες με το θηρίο και πλέον μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος τα βράδια.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη