Αστεία που είναι η ζωή, ώρες-ώρες. Τόσο αστεία που μπορεί να σε σπρώξει ένα βήμα πιο κοντά στο εγκεφαλικό. Χωρίς μια μικρή προειδοποίηση. Έτσι ένιωσα, που λες, όταν αντίκρισα το όνομά σου στην οθόνη του κινητού μου μετά από τόσο καιρό. Κοιτάζοντας το για μερικά δευτερόλεπτα, αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν σου απαντούσα. Θα πετύχαινα την κουρτίνα με τα δώρα ή εκείνη με το ζονκ; Σκεπτόμενη τελικά πως η τύχη δε μου έχει φερθεί και με τον καλύτερο τρόπο, αποφάσισα να ανάψω τσιγάρο και να κάνω παρέα στις σκέψεις μου, που αποφάσισαν να οργιάσουν εκείνο το βράδυ. Χωρίς τη θέλησή μου, προφανώς.

Σκέφτηκα πολύ περισσότερο απ’ όσο αντέχω. Το άφησα, όμως. Έτσι με έμαθες. Μετά από κάθε τέλος, έρχεται μια αρχή. Αφήνω πίσω μου ό,τι με τρώει. Έτσι άφησα κι αυτή την ηλίθια κλήση και προσποιήθηκα πως δε συνέβη ποτέ.

Αλλά εσύ μυαλό δεν έβαλες. Εξάλλου, πάντα είχες αυτό το συνήθειο, να γκρεμίζεις πράγματα που έφτιαχναν άλλοι κι εγώ πάντα έλεγα πως σ’ αρέσει να φέρεσαι σαν μαλάκας. Αναπάντητες κλήσεις, αδιάβαστα μηνύματα κι εγώ να κοιτάω το κινητό μου, λες κι ήταν ασκήσεις μαθηματικών της τρίτης λυκείου. Δεν ήξερα τι να το κάνω και στο τέλος το παράτησα. Μέχρι να σε δω κάτω απ’ την πόρτα του σπιτιού μου. Εκεί, ναι, τα έχασα. Πόσο θέλει ο άνθρωπος νομίζεις;

Μόνο που με ενοχλείς. Εισβάλει στην καθημερινότητά μου με τόσο εύκολους τρόπους που καταντάει εκνευριστικό ακόμα και για ‘μένα να σε απομακρύνω. Δεν ξέρω πόσο ευγενικά να σου εξηγήσω ότι με εκνευρίζει η παρουσία σου κι ότι θέλω φύγεις και να μην ξανάρθεις.

Κι όλα αυτά μέχρι να θυμηθώ πως με τις λέξεις δεν τα πήγα ποτέ καλά. Σε καληνυχτίζω, ψάχνοντας την ασφάλεια του κρεβατιού μου, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως πρέπει να ανασαίνω -κι ας τείνω να το ξεχνάω.

Αλλά γιατί με ενοχλείς; Προς τι τα πισωγυρίσματα; Δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτή την αλλαγή συμπεριφοράς. Εσύ με συνήθισες στο ν’ ανοίγεις τις πόρτες και να φεύγεις, σαν να πιέζεσαι τόσο κι οι τάσεις φυγής σου να χτύπησαν κόκκινο. Εσύ μου έμαθες πως δε χρειάζεται να δίνεις εξηγήσεις όταν ξαφνικά χωρίζεις έναν άνθρωπο, που μέχρι πρότινος, ξενυχτούσες στο πλάι του λέγοντας μισοκοιμισμένος πως αγαπάς. Πως οι άνθρωποι μπορεί να δείχνουν ευτυχισμένοι ενώ μέσα τους σαπίζουν από δυστυχία.

Οπότε τι κάνεις εδώ; Γιατί βρίσκεσαι στη δική μου πόρτα; Εσύ ήσουν εκείνος που την έκλεισε τόσο δυνατά πίσω του, διαβεβαιώνοντάς με πως δε θα τη χτυπήσεις ξανά.  Σε παρακαλώ, πήγαινε σπίτι σου.  Γελοιοποιείσαι και δεν έχεις περιθώρια για περισσότερο. Διατυμπανίζεις τους καινούργιους έρωτες κι αυτή την ευτυχία που λες ότι επιτέλους βρήκες. Αυτή, μωρέ, που θα εξατμιστεί την ώρα που θα πατήσεις το πόδι σου στο πάτωμα, για να μαζέψεις τα ρούχα σου από κάποιο σπίτι που πέρασες ένα ακόμα βράδυ.

Κι αφού λες, σε φίλους και γνωστούς, πως βρήκες αυτό που τόσο καιρό έψαχνες, εμένα γιατί με ενοχλείς; Εντάξει, μαγκιά σου. Το βρήκες, το έζησες και τώρα γύρισες πίσω για να δεις αν είμαι ακόμα εδώ και σε περιμένω; Να ταΐσεις λίγο τον εγωισμό σου ότι το σιγουράκι είναι ακόμα εδώ κι αναμένει το γυρισμό σου; Να πείσεις λίγο τον εαυτό σου πως ακόμα κι όταν θα μείνεις μόνος, θα υπάρχει ένα κρεβάτι που θα σε δεχτεί πίσω;

Με κάνεις και γελάω. Νομίζεις πως οι καβάτζες είναι μόνο για τους μάγκες και ταράζεσαι στην ιδέα ότι δε θα έχεις κι εσύ μια δική σου. Παραμυθιάζεσαι προκειμένου να συνεχίσεις να κάνεις τις ίδιες μαλακίες που περηφανεύεσαι κιόλας.

Μόνο που με κουράζεις. Δεν μπορώ τα πήγαιν’ έλα σου ούτε τις συγγνώμες σου. Κουράστηκα να πρωταγωνιστείς στη ζωή μου. Τόσες ευκαιρίες που σου χάρισα, πήγαν χαμένες και στο τέλος υποτίμησα τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά μου. Ας γραφτεί ένα τέλος.

Εγώ δε θα σου κρυφτώ, άλλωστε τι λόγο έχω; Σε συγχώρησα και τράβηξα το δρόμο μου. Όσο ήταν να κλάψω, έκλαψα. Αλλά μέχρι εκεί. Εξάλλου, δε σου δίνονται πολλές ευκαιρίες σ’ αυτή τη ζωή κι εγώ δεν ήθελα να είμαι με τους χαμένους.

Οπότε, σε παρακαλώ, φύγε. Πήγαινε στο σπίτι σου, να μιζεριάσεις λίγο με την ψεύτικη ευτυχία σου. Να στείλεις κανένα μήνυμα να βγεις πρόθυμο αγοραστή για το παραμύθι σου. Να χορτάσεις λίγο και μετά να βγεις πάλι για κυνήγι.

Κι άσε με εμένα, εγώ θα βρω το δρόμο μου. Αρκεί να μη συναντηθώ με το δικό σου.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη