Τους βλέπεις στο δρόμο όσο περπατάς, τους συναντάς στο κυλικείο της σχολής, στο αγαπημένο σου στέκι. Μπορεί να ‘ναι ένας συμφοιτητής σου, ένας γνωστός, ένας συνεργάτης σου ή και σύντροφός σου. Γιατί στην αρχή, όλοι νορμάλ φαίνονται, με χιούμορ και πλάκα. Στην αρχή, δε γνωρίζεις τους ανθρώπους τόσο καλά, οπότε νομίζεις πως τα πράγματα μπορεί να ‘ναι όπως φαίνονται και πως οι πιθανότητες να πάει κάτι στραβά μαζί τους είναι ελάχιστες.

Και κάπως έτσι, εντάσσεις ανθρώπους στη ζωή σου, βάζοντάς τους στην καθημερινότητά σου, στην καρδιά σου κι όπου αλλού επιλέξεις κι ελπίζεις σε μια κοινή πορεία μαζί τους, σ’ αυτό το όμορφο ταξίδι που λέγεται ζωή -μια πενιά στο κορίτσι, μαέστρο. Φυσικά, δίνετε υποσχέσεις, όχι ακριβώς μακροπρόθεσμες, αλλά μια δόση του «για πάντα» κρύβεται λίγο στα λόγια που ανταλλάζετε, ακόμα κι αν είστε ορκισμένοι εχθροί του παντοτινού.

Στηρίζετε ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές, δίνετε τον ανάλογο ώμο για να κλάψει όποιος το χρειάζεται, τρέχετε σαν τρελοί όταν ο άλλος σας ζητάει να μιλήσει -ακόμα κι αν είναι τέσσερις το πρωί. Γιατί αυτό κάνουν όσοι σέβονται τις σχέσεις τους κι έχουν σκοπό να τις κρατήσουν. Άλλωστε, μετά, με τι μούτρα θα μπορείς να πεις ότι στάθηκες αντάξιος των προσδοκιών, άμα δεν ήσουν εκεί κάθε φορά που σε είχαν ανάγκη;

Μιλάς, αναλύεις, συμβουλεύεις. Περνάς αμέτρητες ώρες να εξηγείς και να συζητάς, χωρίς να σου έχει περάσει απ’ το μυαλό, ότι το έχεις κάνει άλλες εκατό φορές μέσα σ’ ένα μήνα. «Μα, κύριε δικαστά, με χρειαζόταν. Μπορώ εγώ να μην τρέξω για τους άλλους;». Δε σκέφτεσαι πως όλο αυτό μπορεί να γίνεται εσκεμμένα. Απ’ τη στιγμή που ο άλλος λέει ότι σε έχει ανάγκη, ποιος είσαι εσύ, κύριε, που υποστηρίζεις το αντίθετο;

Μόνο που κάποια στιγμή, κοντοστέκεσαι, σκεπτόμενος πως όσα λες, τα έχεις μάθει απ’ έξω, σαν τα ποιήματα που λέγαμε στις εθνικές γιορτές κι έβγαιναν απ’ το στόμα μας λες κι είχαμε καταπιεί κασέτα. Γιατί όταν λες τα ίδια και τα ίδια, κάποια στιγμή, δε γίνεται, θα τα μάθεις απ’ έξω. Το θέμα είναι να το καταλάβεις σχετικά νωρίς.

Και τώρα, σιγά-σιγά, αυτός ο άνθρωπος που σε είχε ανάγκη κι εσύ δεν άντεχες να μη βρεθείς δίπλα του, να τον στηρίξεις στις κακουχίες της ζωής –την πενιά την περιμένω ακόμα– ξαφνικά, αυτός ο άνθρωπος, σε κουράζει. Φτάνεις σε σημείο να μην αντέχεις την γκρίνια και το δράμα που προκαλεί καθημερινά. «Μα δε γίνεται» λες «τόσο έξω έπεσα πάλι;» Δίνεις ακόμα μια ευκαιρία, γιατί αν είναι δυνατόν, κύριε δικαστά μου, όλοι την αξίζουν τη ρημάδα τη δεύτερη ευκαιρία.

Αλλά κάπου ανάμεσα στη συνεχόμενη κλάψα, την ανυπόφορη γκρίνια και τις αναπάντητες κλήσεις, συνειδητοποιείς ότι ξεγελάστηκες κι εσύ από εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που θα μπορούσαν άνετα να έπαιζαν το θύμα καλύτερα κι απ’ το κοριτσάκι στο Orphan. Από εκείνους που, όλως τυχαίως, στην πραγματικότητα είναι οι φταίχτες ή έστω κουβαλούν μερίδιο ευθύνης, αλλά παριστάνουν τους αθώους, που κατηγορήθηκαν αδίκως, ενώ είναι άσπιλοι κι αμόλυντοι -άχου, μωρέ, τα καημένα.

Και κάπως έτσι, σπάει ο καθρέφτης κι αντικρίζεις το πραγματικό πρόσωπο. Ξεκινάς να μαζεύεις, γιατί μπούχτισες απ’ τη συνεχόμενη προσοχή που κλήθηκες, σχεδόν εκβιάστηκες, να τους δώσεις, γιατί την αναζητούσαν διαρκώς κι απεγνωσμένα. Κουράστηκες να προσέχεις μόνο αυτούς, παραμελώντας εσένα και τα υπόλοιπα άτομα στη ζωή σου και βαρέθηκες να τους λυπάσαι, ενώ στην πραγματικότητα, μόνο τη λύπησή σου δεν άξιζαν.

Γιατί κάποια στιγμή, σταματάς να τους βλέπεις σαν αδύναμους, που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια των άλλων κι έτσι συνειδητοποιήσεις πως στη βάση τους είναι εγωιστές του κερατά. Γιατί θέλουν την προσοχή και την εύνοια των άλλων και θα κάνουν τα πάντα για να την αποκτήσουν. Θα θυματοποιούνται με κάθε ευκαιρία που τους δίνεται και θα δραματοποιούν τη ζωή τους λες και περιγράφουν επεισόδια σαπουνόπερας.

Στην αρχή τους λυπάσαι. Όχι εξαιτίας των δεινών που λένε πως περνάνε, αλλά επειδή είναι αυτό ακριβώς που είναι, επειδή έχουν τόση ανάγκη από επιβεβαίωση. Τους δίνεις το προνόμιο της αμφιβολίας, ότι ο άνθρωπος μπορεί και ν’ αλλάξει κι ότι, εντάξει, όλοι έχουμε τα θέματά μας. Μέχρι να σου γυρίσει μπούμερανγκ και να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να το γυρίσεις στη φιλανθρωπία.

Οπότε, με λίγα λόγια, είναι ανώφελο να κρατάς αυτούς τους ανθρώπους στη ζωή σου, να τους επιτρέπεις να σου ρουφάνε την ενέργεια και να εκβιάζουν τη συμπαράστασή σου. Μπορεί να θες να ζήσεις λίγο το δράμα, αλλά κι αυτό κάποια στιγμή κουράζει. Εφόσον η συναναστροφή μαζί τους καταλήγει κουραστική και ψυχοφθόρα, έχεις κάθε δικαίωμα να τους δείξεις την πόρτα της εξόδου γιατί, για να λέμε του λόγου του αληθές, εκεί ανήκουν, στη μιζέρια και το πείσμα τους να περνάει το δικό τους.

Ακόμα κι αν περάσεις αυτή τη μεταβατική περίοδο που λυπάσαι τους πάντες κι αποφάσισες να δώσεις τόσες ευκαιρίες όσες κι η Ρέιτσελ στον Ρος, –αντιθέτως μ’ αυτούς– κάποια στιγμή θα καταλάβεις πως είναι μάταιο. Δε σου προσφέρει τίποτα το να κρατάς στη ζωή σου ανθρώπους ενοχικά, απ’ τη στιγμή που έχουν ως σκοπό τους να δημιουργούν τύψεις στους πάντες και να τρέφονται με δράμα που, τις περισσότερες φορές, προκαλούν οι ίδιοι.

Αυτά είναι καλό να τα συναντάμε μόνο σε ένδοξες σειρές παλιάς δεκαετίας. Εκεί που όταν τις βλέπεις, γελάς με τις υπερβολικές ερμηνείες, συγκινείσαι με χωρισμούς και δράματα –αν σε πιάσουν οι ευαισθησίες σου– αλλά, όταν χρειαστεί, μπορείς εύκολα να κλείσεις την τηλεόρασή σου και να συνεχίσεις ήρεμα τη ζωή σου. Τόσο απλά να ‘ναι τα πράγματα.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη