Η φιλία, λένε, είναι κάτι τόσο αγνό κι όμορφο που δύσκολα θα σε βλάψει. Την αναζητάς για χρόνια ολόκληρα. Νομίζεις πως τη βρίσκεις κι εκεί που λες πως καταστάλαξες, κάνει ένα σάλτο και σου φεύγει. Κι εσύ αγωνίζεσαι με ζήλο να τη βρεις ξανά. Ώσπου, κάποια στιγμή, αποφασίζεις πως έχασες το παιχνίδι, μέχρι να ακουστεί ένα σφύριγμα και να ξεκινήσεις για ακόμα μια φορά. Αργά ή γρήγορα, θα βρεις αυτό που ψάχνεις. Μπορεί να μη γίνει αμέσως, μπορεί να χρειαστούν χρόνια, να περάσουν ακατάλληλοι άνθρωποι, αλλά όταν σου συμβεί, θα είναι λες και κέρδισες το λαχείο της ζωής, έπαιξες με τα ζάρια και σου έτυχαν εξάρες.

Κάπως έτσι νιώθεις όταν βρίσκεις ένα καλό, αληθινό, φίλο. Σταματάς να μετράς τις απουσίες εκείνων που δεν ήθελαν να βρίσκονται δίπλα σου, απαλλάσσεσαι απ’ την αποπνικτική μοναξιά σου. Στην αρχή, σου φαίνεται πολύ γλυκό, αλλά καθώς μεγαλώνει όλη αυτή η εξαρτητική αγάπη, σε τρομάζει.

Το να ‘χεις έναν άνθρωπο δίπλα σου, που σ’ αγαπάει, σε προσέχει, βρίσκεται εκεί στα καλά και τα κακά, σε δέχεται για ό,τι κι όπως είσαι, είναι μεγάλο πράγμα. Γιατί οι έρωτες πάνε κι έρχονται. Μπορεί να μη σου ταίριαξε ο τελευταίος, αλλά σίγουρα θα βρεις τον επόμενο. Ο φίλος, όμως, δεν αλλάζεται εύκολα. Γιατί μαζί του νιώθεις πως είσαι ανίκητος. Ότι είστε εσείς ενάντια στον κόσμο και κανένας δε θα σας πάρει αυτό που έχετε.

Γιατί, επιτέλους, βρήκες τον εαυτό σου, μπόρεσες να μοιράσεις το βάρος που κουβαλάς και κάποτε σε κουράζει. Βρήκες ένα χέρι να σε σηκώσει, έναν ώμο να κλάψεις κι έναν άνθρωπο να μοιραστείς τις πίκρες και τα γέλια σου. Κι όλα αυτά, γιατί είχες ανάγκη να τα βρεις. Γιατί μισείς τη μοναξιά και κουράστηκες να αντιμετωπίζεις τα πάντα μόνος σου.

Γι’ αυτό κι όταν βρήκες αυτόν τον άνθρωπο, αποφάσισες να του δώσεις τα πάντα σου. Όλη σου την αγάπη, το χρόνο σου, την προσοχή σου. Να τον χωρέσεις σε κάθε στιγμή της ζωής σου, στη γωνία του δωματίου σου, να τον βάλεις στο κέντρο της καθημερινότητάς σου.

Μόνο που όσο τρέφεται ο άνθρωπος με αγάπη και προσοχή, αλλά τόσο τρέφεται κι η ανασφάλειά του, ο φόβος να μην τα χάσει όλα αυτά, η απειλή της μοναξιάς καραδοκεί. Και θέλει συνεχώς κι άλλα, κι άλλες φορές τα δίνεις απλόχερα γιατί σου περισσεύουν, μα άλλες στερείσαι εσύ για να δώσεις. Κι η ανασφάλεια κι ο φόβος μεγαλώνουν αμοιβαία κι εσύ προσπαθείς να μη χάσεις το ρυθμό.

Ώσπου μια μέρα δεν έχεις τίποτα. Κι ένα όμορφο πρωί ξυπνάς και συνειδητοποιείς πως ζεις σε μια σχέση, σχεδόν φυλακισμένος, με ελάχιστες ελευθερίες και μια αποκλειστικότητα που δεν επέλεξες.

Γιατί, προκειμένου να καλύψεις τις ανασφάλειες του άλλου, παράτησες τα πάντα. Έμαθες πως δεν είναι σωστό να βγαίνεις με άλλους, γιατί το φιλαράκι σου νιώθει μόνο χωρίς εσένα, προδομένο αν κάνεις κι άλλους κολλητούς. Δεν κυνήγησες ποτέ τον έρωτα, γιατί πώς θα μπορέσεις να μοιράσεις σωστά το χρόνο σου; Δε θες να πληγώσεις το φίλο σου, κι έτσι απορρίπτεις οτιδήποτε άλλο θα σε συμπλήρωνε.

Έτσι έμαθες, πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα χωρίς εκείνον. Είσαι ανίκανος να βάλεις στόχους και να τους πετύχεις. Δεν είναι πάντα ωραίο να ‘σαι ο εαυτός σου, γιατί μερικές φορές ντροπιάζεις το φίλο σου. Μην τολμήσεις να κάνεις όνειρα χωρίς να ‘ναι εκείνος πρωταγωνιστής. Θα νομίζει πως δεν τον υπολογίζεις κι αλίμονό σου. Πονάει κάθε φορά που τεστάρεις την οργή του, που σ’ απειλεί με την έξοδό του απ’ τη ζωή σου.

Μη βάλεις κανέναν πάνω απ’ αυτόν, να ‘ναι το επίκεντρο του κόσμου σου. Μην υψώσεις τον εγωισμό σου στους τσακωμούς. Ζήτησε αμέσως συγγνώμη, γιατί αν κρατάει μούρα, σίγουρα εσύ ευθύνεσαι γι’ αυτό, εσύ κάτι θα έκανες. Εξάλλου, εσύ κάνεις συνήθως λάθη, όχι εκείνος. Κι εσύ είσαι που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εκείνον -όχι αυτός χωρίς εσένα.

Γιατί κανένας δεν είναι πιο σημαντικός από εκείνον. Ούτε καν η οικογένειά σου. Αυτός είναι πια η οικογένειά σου. Αυτός δεν ήταν που σε στήριξε όταν τον είχες ανάγκη; Πού ήταν οι υπόλοιποι;  Όταν ήθελες να μιλήσεις και κανείς άλλος δε σε άκουγε; Ποιος νομίζεις πως ήταν; Αφού είσαι ανίκανος να κρατήσεις κάποιον στη ζωή σου, κι αυτός έμεινε γιατί ήθελε να σε σώσει. Τόσο γλυκός και συμπονετικός.

Όμως, καθώς εσύ αναζητούσες τη λύτρωση, εκείνος έψαχνε άλλο ένα θύμα να του καλύπτει τις ανασφάλειες και τη μοναξιά. Μέρα με τη μέρα, άπλωνε με περίσσια χάρη τα χέρια του κι ενώ εσύ νόμιζες πως σε αγκάλιαζε, εκείνος στην πραγματικότητα σε έπνιγε. Ώσπου δε σου έμεινε ανάσα.

Και τότε ήταν που κατάλαβες πως μπορείς να βγαίνεις με όποιον επιλέξεις, να ερωτευτείς ελεύθερα, να βάλεις όσους στόχους θέλεις και να κάνεις όνειρα σε α’ ενικό, με πρωταγωνιστή εσένα. Τότε κατάλαβες πως οφείλεις να ‘σαι ο εαυτός σου, ότι το επίκεντρο του κόσμου σου οφείλεις να ‘σαι εσύ. Πως δε φταις πάντα εσύ, αν κάποιος επέλεξε να φύγει, ότι συγγνώμες ζητάει μόνο όποιος κάνει λάθος και μετανιώνει γι’ αυτό και πως μπορείς θαυμάσια να τα καταφέρεις και μόνος σου.

Τότε ήταν, λοιπόν, που κατάλαβες πως πρέπει να φύγεις.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη