Είναι αρκετές οι φορές εκείνες που ευχηθήκαμε οι άνθρωποι που εισέβαλλαν στη ζωή μας, να έρχονταν μαζί με ένα μικρό τρέιλερ, ένα μικρό «Προσεχώς» για το τι επρόκειτο να συμβεί στην περίπτωση που τους ανοίξουμε την πόρτα. Μη φανταστείτε τίποτα τρελό.  Ένα βίντεο περίπου ενός λεπτού, έτσι μωρέ, να μας προετοιμάσει για το αν θα χρειαστούμε χαρτομάντιλα ή ποπ κορν. Αν θα πρέπει να πάρουμε αγκαλιά το μαξιλάρι μας ή αν θα ήταν καλύτερο να τη κλείσουμε και να δούμε κάτι άλλο.

Γιατί, κύριε, εμένα τα θρίλερ με τρομάζουν και δεν έχω πάντα όρεξη να δω την περιπέτεια· πόσο μάλλον να τη ζήσω. Ξέρετε πόσα πράγματα θα γλιτώναμε έτσι; Και θα ξέραμε ποιον βάζουμε στο σπίτι μας και θα προφυλάγαμε και την καρδούλα μας -γιατί πολλά της τα έχουμε κάνει και πόσο να αντέξει και εκείνη;

Με όσα έχουν δει τα ματάκια μας, δε θα ήταν διόλου κακό, ο καθένας μας να κουβαλούσε μαζί και την ιστορία του. Οι υπερπαραγωγές πάντα φόβιζαν και εκεί που νόμιζες πως πήγαινες για Όσκαρ, στο τέλος της βραδιάς, έμενες με το χρυσό βατόμουρο στο χέρι.

Δυστυχώς, όμως, οι άνθρωποι έρχονται μόνοι τους και κανένας δεν μπορεί να σου εγγυηθεί εκ των προτέρων αν η ζωή μαζί τους θα είναι βγαλμένη από κωμωδία ή ταινία τρόμου. Στην αρχή παίρνεις τα ρίσκα σου και ποντάρεις στην καλή ζαριά που ελπίζεις να σου έρθει. Κι αν αργήσει λίγο στο παιχνίδι, δε σε νοιάζει που δε σου έχουν έρθει ακόμα οι διπλές, έχεις κουράγιο να ξαναρίξεις. Φτάνεις, όμως, και κάποια στιγμή στο σημείο που η ζαριά σε έχει ταράξει στο ασσόδυο και έχεις βαρεθεί να κάνεις ένα-ένα βήμα μέχρι να ολοκληρωθεί το παιχνίδι. Τόσο που, κάποια μέρα, σταματάς κιόλας να ρίχνεις και ποντάρεις στο σύμπαν. Ίσως αυτό να φιλοτιμηθεί και στείλει κάποιον χωρίς κόμπλεξ και προβλήματα, χωρίς θέματα με πρώην και απωθημένα. Και κάπως έτσι, κλείνεις πόρτες και μένεις με τα ζάρια στο χέρι.

Βέβαια, υπάρχει κι αυτή η ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων που, παρόλο που δεν έχουν εκείνο το ρημάδι το «προσεχώς» να πάρουμε μια ιδέα, κουβαλούν μια τεράστια ταμπέλα πάνω απ’ το κεφάλι τους. Η ταμπέλα, συνήθως είναι γραμμένη με νέον φωσφοριζέ γράμματα και διαβάζει, ξεκάθαρα και ευανάγνωστα, «Προσοχή! Κίνδυνος!». Σαν να μην έφτανε αυτό, και οι γύρω τους φροντίζουν να σε ενημερώνουν πως, όποιος πλησιάζει, δεν έχει καλό τέλος. Κάτι σαν τις ταινίες του «Βλέπω το θάνατο σου».

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και το ένστικτό σου σού λέει ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ακούσεις τις συμβουλές των φίλων σου, που σε ικετεύουν να μη μπεις στο τριπάκι να τον γνωρίσεις καλύτερα. «Μα δεν αξίζει να σπαταλάς στο χρόνο σου», «Δε βλέπεις τι έπαθαν όλοι οι υπόλοιποι;» και το καλύτερο «Τι σου συμβαίνει και κολλάς μαζί τους;»

Στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσεις ότι μας δέρνει και λίγο η μαλακία, δε συμβαίνει τίποτα. Ξέρουμε πως, κατά πάσα πιθανότητα, οι φίλοι μας θα έχουν δίκιο, εμείς -ίσως- και να φάμε τα μούτρα μας, αλλά ακόμα πιστεύουμε πως κάθε άνθρωπος οφείλει να έχει έστω και μια ευκαιρία. Ακόμα κι αν έχει φροντίσει να τη χαραμίσει πριν καν πέσει η πρώτη ζαριά του παιχνιδιού.

Μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι παρεξηγημένος. Μπορεί να του έτυχαν χίλια-δυο πράγματα, να χρειάστηκε να φερθεί σαν μαλάκας – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως είναι και πως θα φερθεί και σε εσένα με τον ίδιο τρόπο.

Αν δεν μπεις στα παπούτσια του άλλου, ποτέ δε θα μάθεις πώς είναι να τα περπατάει. Πολλές φορές λέμε πως εμείς θα τα κάναμε όλα διαφορετικά, ότι εμείς θα ήμασταν τα καλύτερα παιδιά, που τα έκαναν όλα σωστά και κανείς δεν είχε να πει κάτι για ‘μας. Πόσες φορές όμως κάναμε κι εμείς πράγματα που, εκ των υστέρων, να αναγνωρίζουμε ότι δεν ήταν «σωστά»; Ανάθεμα, δηλαδή, κι αν μπορέσαμε να χειριστούμε πάντα τις δικές μας μαλακίες.

Ο πόνος πολλές φορές αλλάζει τον άνθρωπο, τον κάνει πιο άγριο, πιο απότομο. Αποφασίζει πως μπορεί να φέρεται όπως θέλει, να μοιράζει τα χιλιοσκισμένα του κομμάτια και σε άλλους και μαζί να προσπαθούν να χτίσουν κάτι που ίσως επιβιώσει. Μόνο που ποτέ δε γίνεται. Γιατί στην πρώτη ευκαιρία -που στην ουσία δε δίνεται- αυτό γκρεμίζεται και οι άνθρωποι χωρίζουν.

Μπορεί, όμως, να είναι όντως μαλάκας ένας άνθρωπος. Δεν του έχει συμβεί κάτι, δεν έχει πληγωθεί από κανέναν. Απλά είναι κακός χαρακτήρας – έχει αποφασίσει, για πλάκα, να φέρεται πούστικα στον κάθε άνθρωπο που θα πάρει τον ρίσκο να τον πλησιάσει. Δεν έχουν το δικαίωμα φυσικά, αλλά δεν τους νοιάζει κιόλας. Ας είμαστε και ρεαλιστές, όμως, δεν είναι και συνηθισμένο φαινόμενο αυτό. Κανένας -που να μην είναι βαθιά διαταραγμένος, τουλάχιστον- δεν ξύπνησε με την όρεξη να πληγώσει το καθένα που βρίσκει στο δρόμο.

Ακόμα κι αυτοί, λοιπόν, οι «ξεκαθαρά μαλάκες», που κουβαλούν εκείνη τη ρημάδα την ταμπέλα και για τους οποίους όλοι έχουν κάτι να πουν, κάτι κρύβουν. Ίσως δεν είναι μια συγκινητική ιστορία, αλλά κάτι θα συνέβη και σ’ αυτούς. Μπορείς να πεις με σιγουριά ότι δεν αξίζουν μια ευκαιρία να δείξουν το καλό τους πρόσωπο, να πουν την ιστορία τους, να βρουν έναν άνθρωπο δικό τους κι αυτοί;

Πληγωμένος ή μη, «καλό παιδί» ή «εγωίσταρος», κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει την ευκαιρία του. Έστω να σου αποδείξει ότι οι κακές γλώσσες κάτι ξέρουν και τα λένε. Ιδανικά να ανοιχτεί και να μάθεις εσύ από πρώτο χέρι τι μέρος του λόγου είναι. Μπορεί να ο καλύτερος, μπορεί να αποδεχτεί ο χειρότερος. Τώρα, αν και πάλι οι ζαριές είναι κακές, θα έχετε τουλάχιστον στήσει ένα δικό σας παιχνίδι.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Νικολέττα Βασιλοπούλου