«Ο Τομ κυνηγάει τον Τζέρι, ο ήλιος το φεγγάρι κι οι άνθρωποι την αγάπη. Ένας αγώνας χωρίς τέλος, με το διαιτητή να σφυρίζει υπέρ των αντιπάλων κι εσύ να χαζεύεις την ήττα, ήδη απ’ τα αποδυτήρια».

Κάτι τέτοια σου έλεγα, εκείνες τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι, με τον ανεμιστήρα να μας δροσίζει -κι εγώ να φοβάμαι για το λογαριασμό της ΔΕΗ. Για όλα υπάρχει μία αρχή κι ένα τέλος. Ένα «ναι» κι ένα «όχι».

Κι εσύ μου έλεγες πως στις σχέσεις δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Κάτι παίρνει ο ένας, κάτι αφήνει ο άλλος ή τέλος πάντων, κάτι σου κλέβουν και κάτι κλέβεις. Κερδισμένος βγαίνεις, με κάποιο τρόπο.

Και σου έλεγα πως τα σίγουρα εμένα με τρομάζουν, ότι δε θέλω τα δεδομένα. Με βαλτώνουν αυτές οι λέξεις, μόνο και μόνο στο άκουσμά τους. Μου θυμίζουν τις εποχές, που οι υποσχέσεις δε με άφηναν να κοιμηθώ. Και βρισκόμουν μεταξύ ειρωνείας και γέλιου προκειμένου να τις νικήσω. Μα καλά, ποιος πιστεύει σ’ αυτά; Ντροπή κι αίσχος. Σε μια ηλικία που δεν είσαι αρκετά μεγάλος ούτε αρκετά μικρός το «για πάντα» φαντάζει παραμύθι με νεράιδες και ξωτικά.

Οι άνθρωποι είτε πιστεύουν στο «για πάντα» είτε όχι θέλουν διεκδίκηση, σου φώναζα. Δε γίνεται να τους κυνηγάς, να τους δελεάζεις με τις περίτεχνες παγίδες σου και μετά να τους κρατάς σε χρυσά κλουβιά.

Όσο και να παραμυθιάζω τον εαυτό μου, παίζοντάς το δήθεν ανεξάρτητη, που δεν υποτάσσεται σε ρομαντισμούς και γλυκανάλατες αηδίες, κρυφά, το ζητούσα. Βέβαια, το έκανα τόσο περίτεχνα, που ούτε εγώ η ίδια δεν το συνειδητοποιούσα. Έκρυβα την ανάγκη μου σε ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, μια κουβέντα.

Εγώ, που δεν ήθελα να σκορπίζω τα «σ’ αγαπώ» μου, τις αγκαλιές μου, τα βλέμματά μου. Εγώ, ήμουν εκείνη που το ζήτησα πρώτη. Δεν ήθελα να δώσω τροφή στον εγωισμό σου, δεν ήθελα να γίνω κι εγώ ένα απ’ τα θύματά σου. Ήθελα εσένα να βλέπω να ζορίζεσαι και να χάνεις τον ύπνο σου. Εσύ να μουρμουρίζεις λόγια που θες να πεις, αλλά δε βγαίνουν.

Μη νομίζεις, δεν το κάνω από εγωισμό, ούτε βαρέθηκα τα παιχνίδια μου και βγήκα στους δρόμους να αναζητήσω καινούργια. Αλλά εσύ γιατί κάνεις πίσω στο «όχι» μου; Εγώ δε θέλω εκείνους που κάνουν δειλά βήματα, μια μπροστά, μια πίσω. Εγώ θέλω εκείνους που ξέρουν να χορεύουν, να στροβιλίζονται, να υποκλίνονται. Όχι άλλα άσκοπα βήματα. Έχω κάνει αρκετά απ’ αυτά και τα πόδια μου έχουν αρχίσει να με πονάνε.

Άνθρωπος είμαι. Όσο και να το κρύβω, θέλω να με διεκδικήσεις. Χωρίς φανφάρες και πανηγύρια. Χωρίς επιδείξεις ρομαντισμού κι αιώνιας αγάπης.

Μην κάνεις πίσω. Μην κλείσεις την πόρτα που έχω αφήσει επίτηδες μισάνοιχτη. Μπες και μείνε. Αυτό θέλω να δω. Ότι δεν παίζεις, ότι δε θέλεις να περάσεις για λίγο την ώρα σου και μετά όταν το ρολόι δείξει δώδεκα θα ‘χεις φύγει. Κάτσε να δούμε το ξημέρωμα και μετά βλέπουμε.

Οπότε μείνε. Προσπάθησε να με κρατήσεις. Μη μορφάζεις όταν δε σου λέω να κοιμηθείς μαζί μου ή όταν δε στέλνω μήνυμα. Ξέρεις ότι περιμένω την «καλημέρα» σου πριν καν κοιμηθώ. Μη μ’ αφήνεις πάνω απ’ το κινητό να ξημεροβραδιάζομαι, ξέρεις ότι το σιχαίνομαι αυτό.

Δείξε μου γιατί όλοι οι άλλοι να βγαίνουν σκάρτοι μπροστά σου, γιατί να μου λείπεις όταν έχω να σε δω μέρες, γιατί να ζαλίζομαι μόνο και μόνο απ’ τη μυρωδιά σου. Δείξε μου γιατί αξίζει να είμαι μαζί σου περισσότερο από κάθε άλλο κι ότι τις νύχτες που τις περνάω ξάγρυπνη, τριγυρνάω στο μυαλό σου. Δείξε μου ότι αξίζεις την προσοχή μου και περισσότερο τον έρωτά μου. Δεν έχω πολλά να σου δώσω, μα αυτά που έχω μου φαντάζουν αρκετά.

Δώσε μου λόγους για να μη σε πω μαλάκα, να μη με βρίσω που ξαφνικά έγινα όσα κοροϊδεύω. Για ‘σένα που μιλάω όλη την ώρα, εσένα που σκέφτομαι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ. Εσύ που με κάνεις να νιώθω γυναίκα και συγχρόνως κοριτσάκι.

Κι αν φοβάμαι; Φυσικά και φοβάμαι. Δείξε μου γιατί δεν πρέπει. Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια.

Αυτά για τώρα.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη