Στις θεοκρατικές εποχές του Μεσαίωνα, η Εκκλησία είχε τον πρωτεύοντα ρόλο, ορίζοντας τους νόμους και διαμορφώνοντας την καθημερινότητα των ανθρώπων. Τότε οι σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών ορίζονταν από άγραφους κοινωνικούς (κατά βάση θρησκευτικούς) κανόνες, οι οποίοι έπρεπε να ακολουθηθούν πιστά, ούτως ώστε να μη θεωρηθεί αμαρτία η οποιαδήποτε παραπάνω (απ’ αυτό που θεωρούσαν επιτρεπτό) εκδήλωση της οποιαδήποτε μορφής έρωτα.

Πιο συγκεκριμένα, ο σεξισμός στα καλύτερά του κι η υποτίμηση της γυναίκας κανόνας. Ένας γάμος γινόταν υπό προϋποθέσεις, μόνο από συνοικέσιο, αφού εξυπηρετούσε συμφέροντα και μόνο για έναν συγκεκριμένο σκοπό, την τεκνοποίηση. Εξωσυζυγικές σχέσεις ή γνωριμία πριν τον γάμο θεωρούνταν ανεπίτρεπτες κι υπό τον φόβο της τιμωρίας, η πλειοψηφία ακολουθούσε πιστά τους κανόνες. Όποιος παραβίαζε, εξάλλου, τις απαγορεύσεις που είχε θέσει η Εκκλησία, είχε διαπράξει ασέβεια κι ο άσχημος αντίκτυπος άγγιζε μέχρι και τα παιδιά του «αμαρτωλού». Χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, πως πως δε διάνυαν παράλληλα και μια εποχή οργίων κι ακολασιών, συγκεκαλυμμένα πίσω από σοβαροφανείς κοινωνικές βιτρίνες. Για να μη σταθούμε και στο γεγονός της προκλητικά διαφορετικής αντιμετώπισης αν μια γυναίκα γεννούσε ένα κορίτσι αντί για αγόρι.

Στερεότυπα, υποτιμήσεις, απαγορεύσεις και προκαταλήψεις απ’ τις οποίες δεν μπορούσε να ξεφύγει, σχεδόν, κανείς. Σε μια ζωή πραγματικής εξαθλίωσης, ανισοτήτων, ανελευθερίας, καταπίεσης, φτώχειας, πείνας, απάνθρωπων πολλές φορές συνθηκών ζωής, με τον αέρα του πολέμου να φλερτάρει με τις ζωές των ανθρώπων, ο έρωτας –σαν την εξαίρεση και το φως στο σκοτάδι– θεωρούνταν εξιδανικευμένος. Δυσεύρετος, ταλαιπωρημένος, συχνά απαγορευμένος, μα αν κατάφερνε να υπάρξει, συνοδευόταν από μια θρησκευτική λατρευτική προσέγγιση.

Για να επιστρέψουμε στο παρόν, σήμερα δε νοείται να μην ερωτευτείς πρώτα τον άνθρωπο που θα παντρευτείς. Δε νοείται να μην έχεις κάνει όνειρα πριν τον γάμο, ότι θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μ’ αυτό το πλάσμα, ότι θα γίνει η μητέρα, αντίστοιχα ο πατέρας, των παιδιών σου. Δε νοείται η οποιαδήποτε μακροχρόνια ή μη σχέση να μην έχει δοκιμαστεί πρώτα και μετά να αποφασίσουν οι σύντροφοι να συνυπάρξουν, αφού έχουν δει αν ταιριάζουν πρωτίστως ως ζευγάρι κι αν έχουν κοινά ενδιαφέροντα, αν στην τελική βλέπουν τον μελλοντικό εαυτό τους δίπλα σ’ αυτό το πρόσωπο και νιώθουν πως θα ‘ναι ευτυχισμένοι. Πιο ειδικά, στο τώρα, αν ποθείς κάποιον, δε θα κοιτάξεις κοινωνικές τάξεις, δε θα σταθείς σε κανένα «απαγορεύεται» καθώς η ηθική είναι υπόθεση προσωπική, ούτε θα κρύψεις το ενδιαφέρον σου γιατί τάχα δεν είναι κοινωνικά «σωστό» να εξωτερικεύσεις συναισθήματα.

Αν κάτσει κάποιος και σκεφτεί το τότε με το τώρα, πραγματικά, θα σοκαριστεί απ’ το πόσο διαφορετικές είναι οι εποχές και πόση διαφορετική κι η προσέγγιση του έρωτα μέσα σ’ αυτές. Κάνε εικόνα πόσα ζευγάρια παντρεύτηκαν τότε χωρίς όχι να αγαπά ο ένας τον άλλον, μα ούτε καν να τον επιθυμεί. Να κάνουν παιδιά απλά για την τεκνοποίηση, παραγωγικά, ρομποτικά, χωρίς συναίσθημα. Κάτι που στις μέρες μας ακούγεται αδιανόητο. Ωστόσο, ο κοινός τρόπος συμβίωσης, ο χρόνος κι οι εμπειρίες ίσως να ένωσαν ορισμένους, ίσως να έκαναν ορισμένα ζευγάρια να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον, κυρίως, μέσα απ’ τη συνήθεια.

Γυρνώντας πάλι στο παρελθόν, υπήρξαν κάποιες αναφορές απ’ τις αρχές του 13ου αιώνα και μετά, οι οποίες ήταν κάπως κοντά σε μια πρώτη προσέγγιση του να ερωτεύεσαι, τότε που υπήρχε ο ιπποτισμός. Πλησίαζε, δηλαδή, μια παραβολή του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», αν και στη δική τους περίπτωση ήταν τραγικό το τέλος. Στις τότε αναφορές, ένας ιππότης προσπαθούσε με τα κατορθώματά του και τη γενναιότητά του να τραβήξει το ενδιαφέρον αλλά και να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.

Πάλι ο ρόλος της Εκκλησίας ήτανε κυρίαρχος αλλά υπό διαφορετικό πρίσμα. Η οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση που πραγματοποιούνταν ήταν μια ευκαιρία συνάντησης των ανθρώπων. Στο κάστρο γίνονταν συμπόσια κι εκδηλώσεις με διάφορες μορφές διασκέδασης –όπως πάλη ως επίδειξη δύναμης κι αγώνες–, τροβαδούρους –όπου τα τότε τραγούδια τους έκαναν τις πρώτες αναφορές στον έρωτα– ταχυδακτυλουργούς και πολλά άλλα.

Πάλι υπήρχε η εξαθλίωση, η πείνα, οι πόλεμοι αλλά κάτι τέτοιες εκδηλώσεις έφερναν τους ανθρώπους πιο κοντά, τους έδεναν μεταξύ τους συναισθηματικά και τους άφηναν να παρασυρθούν από τη μουσική, τον χορό και φυσικά το τραγούδι. Απευθυνόμενα, όμως, ίσως όλα αυτά κατά κόρον στις κοινωνικές ελίτ.

Ταξιδεύοντας ξανά στον χρόνο και φτάνοντας στο σήμερα, διανύουμε μία δύσκολη εποχή όπου ο έρωτας για την πλειοψηφία έχει αποκτήσει μια εντελώς διαφορετική σημασία, αυτή της σαρκικής απόλαυσης, του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού των συντρόφων που έχεις κατακτήσει στο βιογραφικό σου, του Αγίου Βαλεντίνου με όλη την εμπορικότητά του, του θεαθήναι και της κάλυψης της μοναξιάς και των ανασφαλειών. Γενικότερα μοιάζουμε να ‘χουμε πάρει μια στροφή επιφανειακής και ποσοτικής αντιμετώπισης γύρω απ’ το όλο θέμα.

Ορισμένοι θα προσπαθούν πάντα να μειώνουν τη σημασία του να ερωτεύεσαι και να συναντάς την αγάπη, απαξιώνοντας το συναίσθημα και τις προθέσεις, υποστηρίζοντας ότι αυτό πλέον δεν υπάρχει στην εποχή μας. Απ’ την άλλη, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι οι πεισματικά ρομαντικοί που θα ερωτεύονται, θα αγαπούν και θα αφήνονται συνειδητά να τους κατευθύνει η καρδιά τους και μόνο.

Ο έρωτας ίσως και να θεωρείται το πιο αρχαίο συναίσθημα που υπήρξε ποτέ. Για χατίρι του έχουνε ξεσπάσει ακόμα και πόλεμοι. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό στην εποχή μας αλλά ούτε και κάποιο εγχειρίδιο του πώς και πότε να ερωτευτείς. Απλά το νιώθεις και ρισκάρεις. Ναι, μπορεί να πληγωθείς, αλλά πρέπει να το τολμήσεις, γιατί αν τελικά ο σύντροφός σου είναι ο ένας και μοναδικός, τότε θα ζήσεις μια ζωή που ούτε τα πιο γλυκά σου όνειρα ή τα πιο όμορφα παραμύθια με ιππότες σε λευκά άλογα και πριγκίπισσες δε θα μπορούν να περιγράψουν.

Γιατί «η αγάπη αποτελείται από μια ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα.» (Αριστοτέλης, Έλληνας φιλόσοφος)

 

Συντάκτης: Βασιλική Ασλόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη