Ρε γαμώτο, με μπερδεύεις. Όχι για τα συναισθήματά μου, για ‘κείνα πάει καιρός που δεν αμφιβάλλω, που έχω σταματήσει να τα πολεμάω κι έχω αποδεχτεί την έντασή τους. Αυτή η ένταση όμως, αυτή που λάτρεψα απ’ την αρχή σε μας, είναι ακριβώς αυτή που με προβληματίζει τώρα. Γιατί, βλέπεις μωρό μου, όταν υπάρχουν έντονα συναισθήματα δημιουργούνται έντονες στιγμές κι εκείνες με τη σειρά τους δημιουργούν έντονες αναμνήσεις. 

Κι οι αναμνήσεις, ξέρεις, είναι ό,τι πιο ουσιώδες έχουμε. Εσύ ήρθες χθες, σήμερα είσαι ακόμα εδώ, αύριο μπορεί να έχεις ήδη φύγει. Εκείνες όμως θα μείνουν. Θα βολευτούν αναπαυτικά στον καναπέ απέναντί μου και στην παραμικρή ευκαιρία θα κουνούν αποδοκιμαστικά το δάχτυλο ή θα χαμογελούν νοσταλγικά, σχεδόν με συγκατάβαση. 

Κι εσύ είσαι οι καλύτερες κι οι χειρότερες αναμνήσεις μου. Κατάλαβες τώρα γιατί με μπερδεύεις;  

Έχω μοιραστεί μαζί σου εμπειρίες ζωής, από τις πιο χαμογελαστές κι ηλιόλουστες μέρες μου, ως τις πιο ρομαντικές και γκριζοφορεμένες. Έχω βιώσει όμως και τον εαυτό μου σε συνθήκες υστερίας, τον έχω σπρώξει στο χείλος του γκρεμού και το τρομακτικό είναι πως κάποιες φορές θα προτιμούσα να ‘χα πέσει. Ή να ‘χα φύγει. 

Κι είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους όλες οι μνήμες, που πλέον δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις καλλωπισμένες απ’ τις ασουλούπωτες. Μου θυμίζουν λίγο αυτά τα κόκκινα τριαντάφυλλα που μου χάρισες μία από ‘κείνες τις καλές βραδιές. Τώρα στέκονται μαραμένα στο βάζο, γερμένα και λυπημένα, λησμονημένα κι απ’ τους δυο μας. Κι όμως κάποτε καμάρωναν αγέρωχα και παθιασμένα, μάρτυρες κάποιων ατσαλάκωτων χαμόγελων και μερικών ανεβασμένων παλμών.    

Είσαι η έμπνευσή μου, η κινητήριος δύναμη που με σπρώχνει προς τη γραμμή τερματισμού, όμως ξάφνου γίνεσαι φυγόκεντρος και με τραβάς πάλι πίσω.

Ποτέ δεν πίστεψα πώς είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος να σου δημιουργεί τόσο ακραία συναισθήματα κι όμως εσύ είσαι αδιαμφισβήτητη απόδειξη πως κάτι τέτοιο όχι μόνο ισχύει, αλλά είναι κι αναπόφευκτο. Εξάλλου εμείς τα ζήσαμε όλα, έτσι δεν είναι; Κι ήταν όλα στον υπερθετικό βαθμό.

Μαζί σου γνώρισα την καλύτερη και τη χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου. Και δε μετανιώνω λεπτό απ’ όσα ζήσαμε, γιατί ανακάλυψα τα όριά μου. Έκλεψα λίγο από τη λάμψη της κορυφής και αναρίγησα από την υγρασία του πάτου. Με θαύμασα και με σιχάθηκα, μ’ έβλεπα μα δε μ’ αναγνώριζα. Πολλές φορές αναλογίστηκα πως μου λείπει η ισορροπία, τη βαρέθηκα όμως και μόνο που έφτιαξα την εικόνα της, θολή και νυσταγμένη, στο μυαλό μου. 

Δεν ξέρω τελικά αν προτιμάω τις όμορφες αναμνήσεις μας ή τις άσχημες, αφού όλες κάπου μέσα τους κρύβουν μια πικρία. Πικρία, ναι, γιατί έγιναν ακριβώς αυτό, αναμνήσεις κι είναι πλέον κομμάτι της ιστορίας μας. Μόνο που να, δεν έχω βρει ακόμα το τέλος και ξέρεις το τέλος σε μια ιστορία είναι το πιο σημαντικό. 

Αν μείνεις, θα διαλέξω τις όμορφες θύμισες, θα τις προσέξω να μη σκονιστούν και καταχωνιαστούν, θα τις κρατήσω ζωντανές για να μας συντροφεύουν στις δύσκολες ώρες. Αν όμως φύγεις, τότε θα προτιμήσω τις άσχημες, εκείνες που με πόνεσαν περισσότερο, για να με βοηθήσουν να σε ξεχάσω. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, πως δε θα καταφέρω να ξεχάσω ή να θυμάμαι επιλεκτικά. Τα γεγονότα μένουν κι αν τα ωθήσουμε με τη βία στη μαύρη τρύπα του μυαλού μας, το πιθανότερο είναι να χωθούν στο υποσυνείδητο κι από κει δύσκολα γλιτώνει κανείς.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ευαγγελοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ευαγγελοπούλου