Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ, μα συνεχώς στριφογυρίζω σαν κάτι να με ενοχλεί, σαν κάτι να βαραίνει τη σκέψη μου, το υποσυνείδητό μου. Έπειτα από μια μικρή πάλη, καταφέρνω επιτέλους να παραδοθώ.

Με βλέπω να στέκομαι στην άκρη ενός άγριου κι επιβλητικού γκρεμού. Γύρω μου είναι πολύ σκοτεινά, τρομακτικά, θα έλεγα, και πριν προλάβω να αναρωτηθώ πώς βρέθηκα εδώ, ένα χέρι με σπρώχνει. Αρχίζει η πτώση και νιώθω τους παλμούς μου να ανεβαίνουν με τρελό ρυθμό, ώσπου αντικρίζω τους γονείς μου.

«Τι γυρεύετε εδώ;». «Θέλουμε να σου εξομολογηθούμε κάποια πράγματα που έκανες και μας πλήγωσαν». Σαστίζω, αλλά τους ακούω με προσοχή. «Θυμάσαι τις αμέτρητες φορές, που –είτε είχες δίκιο είτε όχι– μας μίλησες άσχημα, απότομα κι έφυγες τρέχοντας απ’ το σπίτι, κοπανώντας την πόρτα;» «Θυμάμαι» είπα διστακτικά. «Μας στεναχωρούσες και μας πίκραινες κάθε φορά. Εμείς νοιαζόμαστε για εσένα, σε αγαπάμε, είσαι κομμάτι των εαυτών μας. Όφειλες να μας σεβαστείς, να μας μιλήσεις, να συζητήσεις κι όχι να τρέπεσαι σε φυγή». Χαμήλωσα το βλέμμα και ζήτησα συγγνώμη κι απ’ τους δύο. Το ίδιο χέρι με σπρώχνει ξανά και συνεχίζω να πέφτω ενώ παρατηρώ ότι το σκοτάδι δεν είναι τόσο έντονο όσο πριν.

Κάπου εκεί ξεχωρίζω τη φιγούρα της αδερφής μου. «Κι εσύ εδώ;». «Θέλω κι εγώ με τη σειρά μου να σου εκμυστηρευτώ κάτι που με βαραίνει. Ξέρω ότι με αγαπάς πολύ, αλλά άθελά σου πάντα είχες μια τάση να με κρίνεις για όλες τις λάθος επιλογές μου. Δεν είμαστε όλοι δυνατοί χαρακτήρες και γι’ αυτό περίμενα από ‘σένα κατανόηση, στήριξη, ένα χάδι και μια καλή κουβέντα ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν το έκανες, αδερφούλα, απλά μου υπενθύμιζες κάθε φορά τα προηγούμενα λάθη μου κι έτσι ένιωθα χειρότερα, πιστεύοντας ότι τελικά αυτά μου άξιζαν».

Έκλαψα και την αγκάλιασα, ζητώντας συγγνώμη. Πριν προλάβω να δικαιολογηθώ, νιώθω και πάλι το χέρι να με σπρώχνει. Δε φοβάμαι πλέον και το σκοτάδι έχει υποχωρήσει αρκετά. Τη θέση της ταχυκαρδίας πήρε μια μικρή ανακούφιση και νομίζω πως βλέπω λιγοστό φως στο αρχικά σκοτεινό τοπίο.

Τότε συναντώ έναν πρώην σύντροφό μου. «Γεια. Μπορώ να σπαταλήσω κι εγώ λίγο απ’ τον χρόνο σου;», «Εννοείται». «Δυστυχώς έχω κι εγώ κάποια σημάδια από ‘σένα. Με ερωτεύτηκες, με αγάπησες –το ξέρω–, αλλά κάπου στην πορεία της σχέσης μας σταμάτησες να προσπαθείς για ‘μένα, για ‘μας. Σίγουρα όλα τελειώνουν κάποια στιγμή και με κάποιον τρόπο, αλλά ήλπιζα μεταξύ μας να γινόταν με σεβασμό κι αξιοπρέπεια. Αν μου είχες εξηγήσει εξαρχής, θα καταλάβαινα, θα προσπαθούσα τουλάχιστον. Αντιθέτως επέλεξες να μου πεις αυτά τα τυπικά, τα κλισέ που λένε όλοι.»

Όσο μου εξηγεί ανατρέχω σε αυτές τις στιγμές και συνειδητοποιώ πόσο δίκιο έχει, πόσο λάθος το χειρίστηκα ενώ νόμιζα ότι το ‘χα κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω είναι «Ίσως να μην αρκεί, ίσως να ‘ναι αργά, αλλά ειλικρινά συγγνώμη. Μακάρι να γινόταν να πάρω πίσω όλες τις πράξεις και τα λόγια μου», και το χέρι με σπρώχνει πάλι. Αυτό που πλέον ξεχωρίζει είναι το φως.

Ακούω μια γνώριμη φωνή να μου ζητά να σταματήσω. Κοιτάζω καλύτερα κι είναι η κολλητή μου, με την οποία το τελευταίο διάστημα έχουμε λίγο απομακρυνθεί. Χαίρομαι πολύ που την βλέπω κι ας ξέρω τη συνέχεια. «Σε ακούω» της λέω. «Γνωριζόμαστε από μωρά, μεγαλώσαμε μαζί, παίξαμε, γελάσαμε, κλάψαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης. Πόνεσα πολύ όταν μετά τις συμβουλές  μου, για αυτόν που νόμιζες μεγάλο έρωτα της ζωής σου, ότι ίσως δεν είναι αυτός που νομίζεις κι ότι σου αξίζει να ‘σαι αληθινά ευτυχισμένη, εσύ επέλεξες να με κάνεις πέρα, γιατί φοβήθηκες ουσιαστικά ότι έχω δίκιο. Ίσως μίλησα σκληρά, το παραδέχομαι, αλλά σε αγαπάω και θέλω να σε βλέπω να γελάς. Όπως και να ‘χει, το να με αποβάλλεις από τη ζωή σου μου στοίχισε. Το προσπεράσαμε, αλλά, ξέρεις, δεν το ξεπεράσαμε ποτέ πραγματικά».

Πέφτω στην αγκαλιά της και της ζητώ συγγνώμη, το ίδιο κι εκείνη. Ξεκινάω να της πω τα νέα μου, αλλά το χέρι με σπρώχνει ξανά. Αναρωτιέμαι ποιον θα δω στη συνέχεια και παγώνω μόλις βλέπω τον εαυτό μου κλαμένο να με περιμένει. Πλησιάζω μουδιασμένα και τον ακούω να μου λέει, έντονα και κατηγορηματικά, παρασυρόμενος απ’ το παράπονο: «Εμένα ξέρεις πόσες φορές με πλήγωσες, με πρόδωσες, με λύγισες; Κάθε φορά που επέτρεπες σε λάθος ανθρώπους και καταστάσεις να σε υποβιβάζουν και να σε αλλοιώνουν. Κάθε φορά που δε με σεβάστηκες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Κάθε φορά που δεν ήμουν προτεραιότητα και κάθε φορά που αγνοούσες τις επιθυμίες μου».

Γονατίζω μπροστά στο είδωλό μου και δεν μπορώ πια να αρθρώσω λέξη. Με προσπάθεια καταφέρνω να μου ζητήσω συγγνώμη. Ξημέρωσε πια και το φως έλουσε και τους δυο μας, εμένα και τον εαυτό μου. Με πλησιάζει, γονατίζει κι ακουμπώντας με στον ώμο και κοιτώντας με κατάματα μου λέει: «Τώρα ξέρεις! Άνοιξε τα μάτια σου»…

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη