Συνήθως, οι κάθε είδους διαπροσωπικές μας σχέσεις -ακόμα κι αυτή με τον εαυτό μας- καθορίζονται από νοητές γραμμές, οι οποίες ορίζουν τα όρια της ευτυχίας και της δυστυχίας και τα σύνορα ανάμεσα στην αισιοδοξία και τον αρνητισμό. Θέτουν τα προσωπικά μας όρια, τον χώρο και τον χρόνο μας έναντι των άλλων. Σε κάθε περίπτωση και σε κάθε σχέση, ασυνείδητα ή μη, επιλέγουμε σε ποια πλευρά της γραμμής θέλουμε να βρισκόμαστε κι αυτή η επιλογή καθορίζει και την πορεία της σχέσης.

Υπάρχει όμως και μια άλλη γραμμή, η οποία αφορά αποκλειστικά στη σχέση ενός ζευγαριού και μάλιστα, όταν εμφανίζεται, είναι πλήρως ορατή, σε αντίθεση με τις παραπάνω. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη γραμμή σ’ ένα τεστ εγκυμοσύνης. Η ύπαρξή της ή η απουσία της, μπορεί να προκαλέσει τεράστια χαρά ή ανακούφιση, ανάλογα τα θέλω του ζευγαριού. Ας σταθούμε όμως στην περίπτωση όπου ένα ζευγάρι ανυπομονεί για τη θετική ένδειξη του τεστ, όμως αυτό δε συμβαίνει γι’ αρκετό καιρό, μ’ αποτέλεσμα να κάνει την εμφάνισή του ο φόβος της υπογονιμότητας.

Οι συνέπειες της εν λόγω ασθένειας -όπως έχει πλέον αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας- επηρεάζουν ψυχολογικά και συναισθηματικά, τόσο το κάθε άτομο της σχέσης μεμονωμένα, όσο και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και συντροφικότητα.

Από τη στιγμή που υπάρχει η επιθυμία απόκτησης ενός παιδιού, όμως φοβάσαι ή γνωρίζεις ότι το σώμα σου δε συναινεί, τότε το βάρος στην ψυχοσύνθεσή σου γίνεται αβάσταχτο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, το κάθε άτομο επωμίζεται την ευθύνη της κατάστασης, τείνει να κατηγορεί τον εαυτό του και να νιώθει υπόλογο στο ίδιο αλλά και στον σύντροφό του. Νιώθει ενοχές, σηκώνοντας τη σημαία του «εγώ φταίω», ενώ καταρρακώνεται η διάθεσή του, πιστεύοντας πως είναι ανεπαρκές κι ακατάλληλο, οδηγώντας τον εαυτό του πολλές φορές στην κατάθλιψη.

Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια απίστευτα στρεσογόνα και δυσάρεστη κατάσταση, η οποία είναι σχεδόν ανέφικτο να μην επηρεάσει τη σχέση του ζευγαριού και συγκεκριμένα τη μεταξύ τους επικοινωνία, τη συντροφικότητα, την οικειότητα αλλά και την ερωτική τους ζωή. Πολλές φορές, εξ’ αιτίας του προσωπικού αποκλεισμού κι εσωτερικού εγκλεισμού που ο καθ’ ένας έχει επιβάλλει στον εαυτό του, το ζευγάρι αποξενώνεται, απομακρύνεται και δημιουργείται χάσμα, το οποίο είναι δύσκολο να καλυφθεί, χωρίς τη συμβολή και συμβουλή ενός κατάλληλου θεράποντα ψυχικής υγείας.

Οι συνέπειες όμως της υπογονιμότητας δε σταματούν σε προσωπικό επίπεδο, αφού έχουν επίσης και κοινωνικό αντίκτυπο. Ζώντας σ’ έναν κόσμο ο οποίος δεν έχει ακόμα κατορθώσει πλήρως -δυστυχώς- ν’ αποτάξει τα διάφορα στερεότυπα, καθίσταται μελανό σημείο για το κάθε άτομο αλλά και για το ζευγάρι που αντιμετωπίζει τις συνέπειες της υπογονιμότητας. Ερωτήσεις του τύπου «πότε θα κάνετε παιδί;», «δε θέλετε παιδάκια;» ή αυθαίρετα συμπεράσματα όπως  «τόσα χρόνια μαζί θα έπρεπε να έχετε κάνει παιδιά;», αποτελούν εφιάλτη για τους αποδέκτες. Πολλές φορές μάλιστα το ζευγάρι, μην αντέχοντας την οποιαδήποτε συναναστροφή με κόσμο, εξ’ αιτίας του παραπάνω στιγματισμού, ή ακόμα και την αλληλεπίδραση με παιδιά, αφού αυτό φαντάζει σαν να ρίχνεις οινόπνευμα σ’ ανοιχτή πληγή, αποκόβεται σιγά-σιγά από τον περίγυρό του κι οδηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο στην κοινωνική αποξένωση.

Είναι λοιπόν άμεσα αντιληπτό ότι, τα μέτωπα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο ένα ζευγάρι που βιώνει μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι ευκόλως διαχειρίσιμα κι αντιμετωπίσιμα χωρίς βοήθεια. Κι αυτή η βοήθεια οφείλει αρχικά να πηγάζει κι από τα δύο άτομα. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει αμφίδρομη στήριξη, αλληλοβοήθεια και ποιοτική επικοινωνία μ’ έκφραση συναισθημάτων, ώστε ν’ αποφευχθούν οι ενοχές, η εσωτερίκευση της θλίψης, ο προσωπικός αποκλεισμός αλλά κι η αποξένωση. Έχει ακόμα μεγάλη βαρύτητα, τα δύο άτομα να επικεντρωθούν στα συναισθήματα που τρέφει το ένα για τ’ άλλο και που αρχικά τους ένωσαν, αντί στην πίεση που τυχόν ασκούν μεταξύ τους για την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου. Είναι επίσης κομβικής σημασίας να παραμείνουν τρυφεροί και να συνεχίσουν να είναι ο ένας η αγκαλιά και το στήριγμα του άλλου. Χρειάζεται ακόμα να επιστρατεύσουν από κοινού κάθε πιθανό ίχνος υπομονής, αφού η διαδικασία της θεραπείας για την υπογονιμότητα ή η όποια εναλλακτική μέθοδος γονιμοποίησης απαιτούν τεράστια αποθέματα αυτής. Κι αν όλα αυτά δε συμβαίνουν, τότε καλό θα ήταν, έγκαιρα, ν’ απευθυνθούν σε κάποιον ψυχολόγο ατομικά και σε σύμβουλο γάμου σαν ζευγάρι προκειμένου να τα επαναφέρουν.

Όσο λοιπόν, το ζευγάρι παραμένει ενωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να επηρεαστεί από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι φίλοι, η οικογένεια ή οι συνάδελφοι, κατά τη διάρκεια αυτής της έντονα συναισθηματικής κι αρνητικής εμπειρίας. Κανείς δε χρειάζεται να είναι μόνος στα δύσκολα. Όπως ακριβώς μοιραζόμαστε τη χαρά και κάθε άλλο θετικό συναίσθημα, το ίδιο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε και με τ’ αρνητικά και τα δυσάρεστα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου