Μου είπαν ότι η αγάπη πονάει, παρασύρει κι υπνωτίζει τον άνθρωπο. Προσπάθησαν να με πείσουν να τη θεωρώ δυσεύρετη, ίσως κι ανύπαρκτη, σαν τα μυθικά πλάσματα, για τα οποία λατρεύαμε ν’ ακούμε μικροί. Κάποιοι επέμειναν ότι, «όποιος αγαπά παιδεύει» κι ότι «αγάπη δίχως πείσματα, δεν έχει νοστιμάδα» και προσπάθησαν να τα χαράξουν στο μυαλό μου σαν απαράβατους κανόνες.

Μου έμαθαν ακόμα, ότι ο έρωτας είναι περαστικός, παροδικός, βιαστικός και φευγαλέος, σαν φωτοβολίδα, που αρχικά εντυπωσιάζει με τη λάμψη της κι έπειτα σβήνει, αφήνοντας σκοτάδι αβάσταχτο. Κι έχει μια λογική αυτό, αφού όσο βλέπεις τα φώτα μαγεύεσαι κι είναι αδύνατον ν’ αντέξεις ξανά χωρίς αυτά.

Βρέθηκαν κάποιοι και μου είπαν, ότι ο έρωτας είναι εγωιστής, κτητικός και ζηλιάρης και γι’ αυτό είναι περιττός. Ανέφεραν επίσης ότι προηγείται πάντα της αγάπης κι ότι ποτέ αυτά τα δύο δεν πρόκειται να συνυπάρξουν. Οι ίδιοι με συμβούλεψαν, ν’ αφήσω τους έρωτες για τους επιπόλαιους και να κοιτάξω να βρω έναν άνθρωπο που να πληροί τις προϋποθέσεις για οικογένεια. Προϋποθέσεις, δηλαδή;

Κι όσο τ’ άκουγα όλα αυτά, τόσο μπερδευόμουν κι άλλο τόσο δεν κατανοούσα τους γύρω μου, οι οποίοι πάσχιζαν να ερωτευτούν, ν’ αγαπήσουν και τελικά πρωτοστατούσαν στις παραπάνω απόψεις. Όσο πάλευαν να με πείσουν με πάθος κι ένταση, τόσο προβληματιζόμουν ότι κάτι δε μου λένε σωστά. Πώς είναι άλλωστε δυνατό ν’ αποφεύγουν αυτό που κυνηγούν; Ουτοπικό.

Όσες φορές λοιπόν κι αν αναρωτήθηκα, έφτασα σ’ ένα συμπέρασμα, στον φόβο. Αυτός οδήγησε όλους ν’ αδικούν τον έρωτα και την αγάπη. Είναι ο φόβος ενάντια στην ανθρώπινη φύση κι όμως νικά, ο άτιμος. Κι όσο νικά, τόσο αυτά που πιστεύουν επαληθεύονται, γιατί τα προκαλούν, κάτι σαν αυθυποβολή.

Αυτό που με φοβίζει όμως περισσότερο, είναι το να φοβάμαι, το ν’ ακούω και να εμπιστεύομαι τυφλά όσα μου λένε όσοι φοβούνται κι εγώ σαν άβουλο πιόνι να μάθω να δέχομαι την ψεύτικη αλήθεια τους. Όχι! Αν είναι να γίνω υπνοβάτης, ας γίνω στον έρωτα και στην αγάπη κι ας τρώω τα μούτρα μου ξανά και ξανά. Προτιμώ να βλέπω τα εντυπωσιακά φώτα των βεγγαλικών του έρωτα κι ας ακολουθεί το σκοτάδι, παρά να μάθω να ζω σ’ αυτό. Κι αν το σκοτάδι έρθει, θα σηκωθώ, θα παλέψω και θ’ ανάψω φωτιές να το ξορκίσω.

Γιατί κάθε φορά που θα πέφτω και θα σηκώνομαι, θα γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, πιο συνειδητοποιημένος, πιο δυνατός και κυρίως, άνθρωπος που δε φοβάται. Κάθε φορά που θ’ αμφιταλαντεύομαι για το αν τελικά έχουν δίκιο οι πολλοί, θα μηδενίζω το κοντέρ, θα σβήνω το χθες και θα γράφω ένα καλύτερο αύριο. Κι όσα «αύριο» δεν έρθουν για να μείνουν, θα ξέρω πως είχαν τον λόγο τους.

Πεισματικά θα περιμένω αυτό το ένα τυχαίο και μοιραίο αύριο, που τις φωτιές δε θα τις βάλω μόνη, αλλά παρέα με το άτομο που αρνήθηκε να μένει στο σκοτάδι από φόβο, όπως κι εγώ. Με επιμονή θα ψάχνω το άτομο, που θα ξεγράψει όσα λένε οι πολλοί, θ’ αγνοήσει όλες τις λανθασμένες απόψεις που με πάθος προσπάθησαν να μας περάσουν και θα θελήσει να μάθουμε μαζί από την αρχή τι πραγματικά σημαίνει έρωτας και τι αγάπη.

Προτιμώ ένα ψέμα δικό μου από μια αλήθεια δική τους.

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου