Δε ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά στο μυαλό μου η λέξη «καψούρα» είναι απόλυτα συνυφασμένη με τ’ απωθημένα, για τον λόγο ότι εμπεριέχει, πέρα από τα συναισθήματα έλξης κι έρωτα, και την έννοια του πόνου, της απογοήτευσης και του ανολοκλήρωτου. Είναι αυτός ο συνδυασμός του πόθου για ένα άτομο, μπλεγμένος με το «ποτέ» του απωθημένου, του έρωτα που ολοένα και φουντώνει και του «τίποτα». Καψούρα είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη αυτού του ανθρώπου και μόνο μ’ αυτή, αντί ν’ αντικρίζεις το πρόσωπο του δίπλα σου. Είναι επίσης η ελπίδα του έρωτα που σου γεννάται, χωρίς όμως τελικά να εκφράζεται και να προβάλλεται στ’ άτομο που επιθυμείς.  αποκλειστικά μέσα στο μυαλό σου, σαν σκέψη με σενάρια γεμάτα υποθέσεις κι εικασίες.

Όντας λοιπόν ερωτευμένος χωρίς να είσαι με τ’ άτομο του ενδιαφέροντος σου -καψουρεμένος δηλαδή κατ’ εμέ- βιώνεις την πιο άσχημη πλευρά αυτού του «κάτι σαν» που μοιάζει μ’ έρωτα. Μένεις εγκλωβισμένος μες στα ίδια σου τα συναισθήματα, τις σκέψεις και την επιθυμία σου και ταυτόχρονα χρεώνεις την κατάσταση στην ατυχία, στο πεπρωμένο και σε πολλά ακόμα, εξακολουθώντας όμως να παραμένεις στην κατάσταση αυτή γι’ αρκετό διάστημα -τις περισσότερες φορές. Κι όμως κανένα από τα παραπάνω δεν είναι αυτό που μας καταστρέφει ψυχολογικά και συναισθηματικά, σε μια τέτοια περίπτωση. Ο έρωτας από μόνος του άλλωστε είναι το κορυφαίο των συναισθημάτων. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη λάθος διαχείρισή του από μέρους μας.

 

 

Αυτό που ουσιαστικά μας διαλύει ενδόμυχα -αφού δε θέλουμε να τ’ αποδεχτούμε- είναι όσα δεν τολμούμε να κάνουμε και να παραδεχτούμε για χάρη της καψούρας μας. Είναι επίσης όλα τα «φοβάμαι» που μας στερούν την δυνατότητα να εκφράσουμε στον άλλον όσα νιώθουμε, με την πιθανότητα να επιτύχουμε μια μέρα να τα μοιραστούμε μαζί του. Γαντζωνόμαστε από λέξεις, φράσεις, κινήσεις, χειρονομίες, like και πολλά άλλα, που προέρχονται από τον έρωτα μας, και τα γυροφέρνουμε στη σκέψη μας, διερωτημένοι αν εκμεταλλευόμαστε σωστά την όποια μικρή κι ασήμαντη ευκαιρία τυχόν μας δόθηκε, χωρίς ουσιαστικά να πράττουμε.

Τριβελίζουν το μυαλό μας ερωτήσεις του τύπου «αν» και «μήπως», χωρίς όμως ν’ αρπάζουμε την κατάσταση στα χέρια μας, αναζητώντας ξεκάθαρες απαντήσεις, οι οποίες αν μη τι άλλο είτε θα μας οδηγήσουν στο πολυπόθητο αποτέλεσμα, είτε θα μας βοηθήσουν να απεμπλακούμε μια ώρα αρχύτερα απ’ αυτό το βασανιστήριο που αποκαλούμε έρωτα. Τρώμε ώρες, μέρες ίσως και μήνες -σε πολλές περιπτώσεις και χρόνια- αναλύοντας στο μυαλό μας δεδομένα, συμπεριφορές, μηνύματα και συζητήσεις χωρίς να έχουμε το σθένος να τα μετατρέψουμε σε ζητούμενα κι ίσως και σε αποτελέσματα.

Βασανίζουμε τον εαυτό μας θέτοντάς του συνεχώς ερωτήσεις κι υποβάλλοντάς τον σ’ υποθετικές καταστάσεις και συνθήκες, γιατί δεν τολμάμε να διεκδικήσουμε τις απαντήσεις που θέλουμε, να διεκδικήσουμε δηλαδή τον έρωτα τ’ ατόμου που μας ενδιαφέρει. Φοβόμαστε να στείλουμε εκείνο το μήνυμα, αρνούμαστε να του πιάσουμε την κουβέντα λίγο παραπάνω κάθε φορά που τον πετυχαίνουμε τυχαία, δεν τολμάμε ν’ αφήσουμε ένα σχόλιο με νόημα σε μια ανάρτησή του,  τρέμουμε στην ιδέα να ζητήσουμε το κινητό του ή να του προτείνουμε να πάμε για έναν καφέ. Αναμένουμε καρτερικά την άλλη πλευρά να κάνει όσα εμείς αρνούμαστε από φόβο.

Θα μου πείτε λοιπόν, γιατί εμείς κι όχι τ’ άλλο άτομο; Κι ίσως να το δεχτώ, ως ένα βαθμό. Θα πω όμως επίσης ότι αυτό που τελικά μάς τρελαίνει στο τέλος της ημέρας, δεν είναι η απραγία της άλλης πλευράς αλλά η δική μας, αφού πάντα καταλήγουμε ν’ αναρωτιόμαστε αν θα κερδίζαμε αυτή την μάχη, διεκδικώντας ανοιχτά και ξεκάθαρα τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Βασανιζόμαστε στη σκέψη ότι αν ήμασταν έστω και λίγο πιο τολμηροί, ίσως να φτάναμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ακόμα κι αν το κερδίζαμε με κόπο.

Και κάπως έτσι, μπερδεμένοι μες στον φόβο μιας πιθανής απόρριψης -η οποία θα μας χαλάσει τ’ όνειρο- και μέσα σε μια υποψία εγωισμού, νεκρώνουμε και μένουμε αγκαλιά με την απραγία κι όλα τα «αν» και τα «μακάρι» να μας επιτίθενται. Πώς γίνεται όμως να μην διεκδικούμε κάτι που θέλουμε μ’ όλη την δύναμη της ψυχής μας; Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να παραδίδεται αμαχητί σηκώνοντας εξ’ αρχής λευκή σημαία χωρίς ίχνος προσπάθειας; Πώς γίνεται να προτιμάμε να ζούμε έναν έρωτα στο μυαλό μας, παρά να προσπαθήσουμε να του αφεθούμε στην πραγματικότητα; Ας καταρρίψουμε λοιπόν τη φράση «για μια καψούρα ζούμε» κι ας υιοθετήσουμε τη φιλοσοφία «όλα για τον έρωτα».

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου