Πολλές φορές στην ενήλικη ζωή μας μάς κατακλύζει μια γλυκιά νοσταλγία για τα υπέροχα, ανέμελα παιδικά μας χρόνια. Είναι τόσο έντονο το συναίσθημα, που σχεδόν πάντα μας οδηγεί να ψάχνουμε μανιωδώς κι αφού ξετρυπώσουμε, να χαζεύουμε παλιά βίντεο και φωτογραφίες από τότε. Και πάντα αυτό το ταξίδι των αναμνήσεων καταλήγει σε κλαυσίγελο. Οι λόγοι ξεκάθαροι και σχετικοί με τις γενικότερες επιλογές, την επιμέλεια του styling και πολλά άλλα από τις κατά τ’ άλλα υπέροχες μανούλες μας. Ταυτιστείτε.

Ένα από τ’ αγαπημένα τους μαρτύρια, στο οποίο μας υπέβαλλαν ήταν το άστοχο, κακόγουστο πολλές φορές, ντύσιμο. Θυμηθείτε λίγο, τα σετάκια -όπως αποκαλούσαν- που μας φορούσαν. Παντελόνι-μπλούζα ή φούστα-μπλούζα ακριβώς ίδια. Ρίγα πάνω, ρίγα κάτω και το αν έμοιαζες με τον Οβελίξ, καθόλου δεν τις ενδιέφερε. Τη θέση της ρίγας βέβαια μπορεί να πάρει το πουά, τα animal prints, τα κραυγαλέα σχέδια και χρώματα. Κι εννοείται πως όλα τα ρούχα, χωρούσαν ένα ακόμα παιδάκι μέσα, αφού η κλασική ατάκα ήταν «Στο πήρα λίγο μεγαλύτερο να σου κάνει και του χρόνου που θα ‘χεις πάρει και μπόι». Κι όντως μας έκανε και τον επόμενο χρόνο, όπως και πολλά χρόνια ακόμα, και το μπόι δεν το πήραμε κι όλα καλά.

Άλλη αγαπημένη στιλιστική παρέμβαση ήταν το κούρεμα. Για τα αγοράκια η επιλογή ήταν κοντό κούρεμα, απαραιτήτως, με τη χωρίστρα είτε δεξιά, είτε αριστερά, σαν φλωρομπίφτεκα. Για τα δε κορίτσια αυστηρό καρέ, λίγο κάτω από τ’ αυτιά κι αφέλειες, όπως τα  playmobil. Ακόμα παλεύω να ξεπεράσω το ψυχολογικό τραύμα απ’ αυτό το κούρεμα κι ασφαλώς δεν απέκτησα ποτέ ξανά αφέλειες, όσες φορές και να επανήλθαν στην μόδα. Αλησμόνητες εποχές.

Δεν έμεναν όμως μόνο στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά προχωρούσαν και σε άλλες πτυχές της ζωής μας. Για παράδειγμα μάς έγραφαν σ’ ένα σωρό δραστηριότητες, για τις οποίες δεν ήμασταν πάντα σύμφωνοι. Πείτε, δεν υπήρξατε ποτέ σε χορωδία, με το ζόρι, πρώτη σειρά, να τραγουδάτε το «έχε γεια πάντα γεια» τον «κυρ- Αντώνη» ή «Τα παιδιά του Πειραιά»; Ή επίσης κάθε Κυριακή, υποχρεωτικά έπρεπε να υποβάλετε τα σέβη σας στους προγόνους ενώ απλά θέλατε να βγείτε και να παίξετε στην γειτονιά;

Πόσες φορές δε σας κουβάλησαν σχεδόν ξαπλωτούς και με λυγμούς, σε επίσκεψη σε φιλικό ή συγγενικό σπίτι, όπου δεν υπήρχαν άλλα παιδάκια κι απλά καθόσασταν στον καναπέ- με το υπέροχο ντύσιμο και κούρεμα, μην τα ξανά λέμε- σαν λούτρινο αρκουδάκι, ακούνητο κι ασάλευτο; Και το ανάποδο όμως. Κάθε φορά, που είχατε εσείς επισκέψεις, εάν δεν υπήρχαν άλλοι συνομήλικοί σας, έπρεπε να μείνετε στο σαλόνι, γιατί θα ήταν αγένεια να κλειστείτε στο δωμάτιό σας, ενώ έχετε καλεσμένους.

Επίσης, σε όλες τις γιορτές, γενέθλια κι επετείους συγγενών, έπρεπε να μιλήσετε κι εσείς μαζί τους στο τηλέφωνο ώστε να ευχηθείτε, ενώ για ώρα παρακαλούσατε να σας επιτρέψουν να το παραλείψετε κι απλά να μεταφέρουν εκείνοι τις ευχές σας. Τι κόλλημα κι αυτό όμως κι αναφέρομαι και στις δύο πλευρές.

Όλες αυτές οι τραγελαφικές εικόνες λοιπόν, αποτέλεσαν ένα τεράστιο κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας, κι όσο και να γελάμε ή να κλαίμε βλέποντας τα «μαρτυρία» αυτής, αποτυπωμένα σε φωτογραφίες και βίντεο, πάντα θα θέλουμε να επιστρέψουμε έστω και για λίγο στην εποχή αυτή, όπου τα μόνα μας προβλήματα κι έννοιες ήταν όλα τα παραπάνω.

 

Υ.Γ.: Μαμά κάψε τα σετάκια. 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου