Το να είσαι μόνος είναι πιο εύκολο. Καλύτερα μόνος σου. Δεν είναι σημείο προς αμφισβήτηση και συζήτηση- είναι δήλωση. Δεν είναι κάτι που χρειάζεται αιτιολογία, εξήγηση ή δικαιολόγηση. Είναι δεδομένο, αναμφισβήτητο και πάγιο· de facto et de jure που έλεγαν οι αρχαίοι Λατίνοι. Είναι όντως πιο εύκολο να είσαι μόνος σου. Το έχεις κάνει φιλοσοφία, δικό σου προσωπικό δόγμα.

Nα ζεις μόνος σου, για τον εαυτό σου, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, παρουσία με περαστική παρουσία. Βασιλιάς στο δικό σου προσωπικό βασίλειο, να κυβερνάς με δικούς σου νόμους, κανόνες και κανονισμούς, εξαρτώμενος αποκλειστικά από τις δικές σου τρέλες κι επιθυμίες. Να έρχεσαι και να φεύγεις όπως επιθυμείς, όπου επιθυμείς, η ταμπέλα εξόδου να είναι πάντα στο οπτικό σου πεδίο εισβάλλοντας στον χώρο.

Το προσωρινό σε βολεύει. Μια μετρημένη δόση του δικού σου ναρκωτικού. Τόσο, όσο χρειάζεται για να μαστουρώσεις χωρίς τον κίνδυνο να εθιστείς. Εξάλλου, η εφημερία και το περαστικό, χωρίς δέσμευση και χωρίς μέλλον, έχει τη δική του αίγλη. Έχει τη γοητεία της ημερομηνίας λήξης, που εξ ορισμού θα είναι εμπειρία ζωής, λόγω της μοναδικότητάς του. Μια συλλογή από μοναδικές στιγμές που θα τα βρίσκουν όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια, όμορφα σε ένα ράφι απέναντι από το κρεβάτι σου. Τρόπαια αυτών που πέρασαν, άγγιξαν αλλά δεν έμειναν- είτε αυτό ήταν από δική τους θέληση, είτε από δική σου. Παίχτες σε ένα παιχνίδι για εξαιρετικούς λύτες, όχι για αδύναμες ψυχές.

Ναι, είσαι δυνατός. Ένας βράχος σε έναν κόσμο από σχέσεις που διαλύονται και συνθλίβουν αυτούς που τις έχτισαν. Τίποτε δε σε ξεκουνά από τη θέση σου, τίποτα δεν μπορεί να σε γονατίσει γιατί έχεις τραβήξει εσύ τη γραμμή. Έχεις θέσει το όριο και τους περιορισμούς, με φωτεινό κόκκινο σηματοδότη στο μυαλό σου. Χορεύεις κατά μήκος του συνόρου, ενίοτε κι ακριβώς πάνω σε αυτό, αλλά ποτέ δεν το περνάς. Γιατί υπάρχει ασφάλεια στη δική σου πλευρά της αρένας. Κανείς δεν κινείται προς το μέρος σου, κανείς δε σε αναζητά, κανείς δεν έρχεται γι’ εσένα. Και τα πράγματα είναι πολύ απλά. Δε χρειάζεται να δουλέψεις για τίποτα, κανείς δεν περιμένει τίποτα από σένα, δεν υπάρχει κανείς που να βασίζεται σε σένα και δεν υπάρχει και κανείς να σε περιμένει στο σπίτι όταν κι όποτε επιστρέψεις σε αυτό. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Δεν απογοητεύεται κανείς. Εκτός από σένα.

Κάνε δουλειά σου, μη σε εμποδίζω εγώ. Πείσε τον εαυτό σου και τον κόσμο ότι είσαι μια χαρά ευτυχισμένος, ότι είσαι ικανοποιημένος στη ρηχή μικρή σου χαράδρα. Πείσε κυρίως εσένα. Ντύσ’ το, στόλισέ το, κόλλα αυτό το «είναι επιλογή μου» για ταμπέλα και μείνε πιστός στην επιλογή σου. Υπερασπίσου τη με νύχια και με δόντια. Όχι ότι ενδιαφέρεται κανείς. Χέστηκαν κι αν γινόμαστε χυδαίοι να το συγχωρείτε. Αλλά έτσι είναι και το ξέρεις. Πρέπει να κρατήσεις τη μάσκα σου στη θέση του, να μπορέσεις να σωπάσεις εκείνη τη φωνούλα στο κεφάλι σου και να ησυχάσεις αυτήν την ταχυπαλμία.

Και μετά, μια μέρα, σε χτυπά από το πουθενά, σαν τυφώνας. Η παγία φιλοσοφία σου αρχίζει και σειέται, κάτι βαθιά μέσα σου αρχίζει και μεταβάλλεται. Υπάρχει κάποιος στις σκέψεις σου. Βρίσκεις τον εαυτό σου να χαμογελά και να αναμένει κάποιον αντί για «κάτι» έτσι αφηρημένα. Ο κυνισμός σου, οι ειρωνικές σου απαντήσεις, χάθηκαν. Κολλάς και ψάχνεις τις σωστές λέξεις, ζητάς απεγνωσμένα μια εξήγηση γι’ αυτή την απίστευτη σύγχυση. Πώς γίνεται αυτό; Ένας άνθρωπος στις σκέψεις σου; Και μάλιστα, όχι εσύ;

Εσύ αδύναμος, τόσο πολύ ώστε να πέσεις στην παγίδα του συναισθήματος; Ευάλωτος, αναζητώντας την παρουσία άλλου, τις λέξεις του, τα λόγια του, τη φωνή του, το άγγιγμά του; Όχι, δε συμβαίνει αυτό. Η άρνηση είναι εκδικητική σκύλα, αλλά έχεις μάθει να τη διαχειρίζεσαι.

Φυσικά κι εξοργίζεσαι με οποιονδήποτε σου λέει το αντίθετο. Ποιος στο διάολο νομίζεις ότι είσαι, να υποθέτεις ότι ξέρεις καλύτερα από μένα το καλό μου; Πάρ’τε του το κεφάλι! Ίσως τότε σταματήσει κι αυτός ο  συνεχόμενος θόρυβος που βγαίνει από το στόμα του, ένας θόρυβος που σού δημιουργεί αμφιβολίες για τις αποφάσεις σου. Γιατί η δική τους δυσπιστία σού προκαλεί ανησυχία κι αναστατώνει τις τόσο παγιωμένες σου θέσεις. Θηρία που κοιμούνται εκείνες, δεν είναι να τα ενοχλούμε, μια χαρά είναι στη χειμερία νάρκη τους, δε χρειάζεται να τις ξυπνήσουμε.

Έχεις ξεχάσει όμως το ένα και μοναδικό αξίωμα που μηδενίζει κάθε υποκειμενική αλήθεια: δε γεννήθηκε κανένας άνθρωπος για να ζει μόνος. Δεν ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο να ζήσουμε ως μια ύπαρξη μοναχική, μακριά από άλλους ανθρώπους. Δε δημιουργηθήκαμε κενοί από αισθήματα και συναισθήματα, χωρίς τη (ζωτική) ανάγκη να νιώσουμε. Όλοι χρειάζονται κάποιον να τον πουν δικό τους.

Έχουμε κι ένα πρωτόγονο ένστικτο από την άλλη, αυτό που μάς κρατά μακριά από τον κίνδυνο και την ευφυΐα να κρατηθούμε μακριά από καταστάσεις που μπορούν να μάς βγάλουν από το comfort zone μας και να μάς στείλουν στροβιλίζοντάς μας στο άγνωστο. Το άγνωστο που έρχεται με το να ερωτεύεσαι.

Κι όμως, εσύ κρέμεσαι από τους προμαχώνες των τειχών που έχεις χτίσει γύρω από τα συναισθήματά σου, παρατηρώντας με προσοχή αυτόν τον έναν που είναι ακόμη εκεί κάτω μεταξύ των απωλειών, αναρωτώμενος γιατί στο διάολο έχουν μείνει εκεί. Αυτοί οι απροσπέλαστοι τοίχοι δε χτίστηκαν σε μια μέρα· διήρκεσε τόσο το χτίσιμο που φάνηκε αιώνας. Στοίχησαν σε πόνο, λάθη κι αμφιβολίες το να σφυρηλατήσεις αυτές τις πέτρες. Βλέπει το μακελειό γύρω από τους τοίχους και το αγνοεί. Δεν είναι τυφλός και δεν έχει άγνοια. Είναι ακόμη εκεί και ψάχνει τον τρόπο να τρυπώσει μέσα. Μα ποιος να είναι ο τελικός σκοπός του;

Υπάρχει μια απάντηση σε αυτό. Αν έχεις τα κότσια να τη δεχτείς ως αλήθεια. Ο τελικός του σκοπός είσαι εσύ και μόνον εσύ. Γιατί υπάρχει κάτι που ξέρει κι ο ίδιος, όμως εσύ αγνοείς. Έχει μια δύναμη που δεν κατέχεις εσύ κι αυτή είναι και η αδυναμία σου. Την απλή δύναμη της πρόσθεσης. Υπάρχει δύναμη στους αριθμούς· πάντα δύο θα είναι πιο ισχυροί από έναν. Δεν υπάρχει άνθρωπος εκεί έξω που πραγματικά θέλει να είναι μονάδα. Κι αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όλοι θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όλοι θέλουν κάποιον που θα κάνει τη ζωή τους λίγο πιο ευτυχισμένη κι εύκολη. Κάποιον με το μέρος τους, μόνο δικό τους.

Ακόμα κι εσύ.

 

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου