Με μια οθόνη συντροφιά κάτι πρόσωπα άγνωστα μου κρατάνε παρέα. Πόσο μου ‘λειψε. Πόσο μου ‘λειψε η επαφή. Το να είμαστε άνθρωποι, αδύναμοι και υποκείμενοι στην αδυναμία αυτή Πόσο μου ‘λειψε η επαφή. Το να πεις δυο κουβέντες ανθρώπινες, να ‘ρθεις κοντά, να αποκαλύψεις λίγο από τον εαυτό σου στον άλλον, να ανακαλύψεις στη ματιά, τι κρύβει κάποιος. Πόσο μου ‘λειψαν τα ταξίδια. Σε γνωστό προορισμό. Με ανθρώπους αγαπημένους, σε μέρη που έχεις τόσες φορές ξαναδεί αλλά που τώρα βλέπεις αλλιώς. Να απλώνεται ένας κόσμος νέος στα μάτια σου κι ας τον έχεις ξαναματαδεί άλλες 1000 φορές.

Πόσο μου έχουν λείψει οι κουβέντες. Έτσι, από κοντά, που νιώθεις την ένταση, την αντίθεση, την αντίσταση. Πόσο μου έχουν λείψει οι διαδρομές κι αυτοί που ίσως συναντούμε σε αυτές. Οι τυχαίοι περαστικοί. Οι διαβάτες που γίνονται συνοδοιπόροι.

Πόσο μου ‘λειψαν τα κρασιά σε ταβέρνες που σπάνια πατούσα. Φαγωμένη κι ας ήμουν, οι μεζέδες ήταν πάντα καλύτεροι με παρέα. Η μάσκαρα την επόμενη που άφηνε στο μαξιλάρι μαυρίλα. Οι στιγμές που ήταν τόσο καλές που το τελευταίο που σκεφτόμασταν ήταν αυτό.

Πόσο μου ‘λειψε το τέλος του μήνα. Που κοιτούσαμε άδεια πορτοφόλια από τα γλέντια και από τα ξενύχτια. Να τα σκάμε σε μπάρα κι όχι πάγκο φαρμακείου. Πόσο μου ‘λειψε να νιώθω στην ηλικία μου, όχι δεκαετίες μεγαλύτερος, βυθισμένος στην αμφιβολία του αύριο και το πώς θα έρθει.

Πόσο μου ‘λειψε μια κοπάνα από τη δουλειά. Όχι γιατί δεν μπορώ να πάω, αλλά γιατί προτιμώ να πιω έναν καφέ. Πόσο μου ‘λειψε στα 30 (γεια σου) να κάνω πως δεν πέρασε η δεκαετία, ότι είμαι μόνο στην αρχή της 20ετίας, να πιω και να μεθύσω, να πω πως τα προβλήματά μου είναι μόνο όσα μπορεί και κρατά μια χούφτα και όχι μια ζωή.

Πόσο μου ‘λειψε να βρίζω το χτες, να περιμένω για το αύριο. Να βλέπω στο ξημέρωμα κάτι νέο, την ελπίδα. Πόσο μου ‘λειψε η ασφάλεια στο όνειρο και τη σιγουριά. Και ξέρω καλά πως μάταια το μυαλό μου τυραννώ. Πως το ένα ποτήρι γίνεται δυο και το τσιγάρο δεν προλαβαίνει να σβήσει πριν ανάψει το επόμενο.

Άλλοι αποφασίζουν πια για μένα. Η ζωή μου είναι πλέον σε χέρια ξένα. Κι ας είμαι εγώ που όλα αυτά τα λαχταρώ. Κι ας είμαι εγώ που όλες αυτές τις απουσίες τις πονάω και τις ζω. Αναλαμβάνουμε όλες μας τις ευθύνες πια, δεν τις αρνούμαστε, μας τις έχουν χώσει μπροστά στα μούτρα μας κι εμείς τις πασαλείψαμε στο πρόσωπό μας. Αλλά ένα δεν μπορώ  να δεχτώ:

Το ότι δεν αποφασίζω για το δικό μου αύριο, το ότι ό,τι χαίρομαι μπορεί και να με βλάψει το ότι πλέον η τύχη των δικών μου δεν είναι δική τους, αλλά δική μου. Κι αν κάτι είναι άξιο να μετανιώσει κανείς, είναι οι στιγμές που του χαρίστηκαν αλλά που δεν έζησε.

Πόσο τελικά μου έλειψαν όλα τα δεδομένα, που εν τέλει έγιναν ζητούμενα. Κι αν κάτι μου ‘λειψε περισσότερο από όλα, είναι η ευκαιρία να τα ζήσω, να ‘χω να μετανιώνω τελικά για αυτά που είχα την επιλογή να κάνω. Μόνο να μη μετανιώσω, φοβάμαι, όταν πια φτάσει η στιγμή, για όλα αυτά που δεν έκανα, όταν μπορούσα να τα κάνω.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου