Εκ των προτέρων, σου ζητώ συγγνώμη.

Να με συγχωρήσεις για όσα πρόκειται να τραβήξεις μαζί μου. Πριν καλά-καλά μάθεις το όνομά μου κι από πού κρατώ, σε προειδοποιώ, έχεις δύσκολο έργο μπροστά σου. Θα φας το κεφάλι σου, όσο κόκορας κι αν είσαι. Αν αντέχει το στομάχι σου κόπιασε, αλλιώς ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου. Δε χωρούν εδώ οι δειλοί και οι λιγόψυχοι.

Με θες; Λες; Θα δούμε για πόσο. Δε μασάω πια σε αυτά, έχω φάει τόνους κουτόχορτο, χόρτασα. Μην πεις, όμως, ποτέ ότι δε σε προειδοποίησα. Να με συγχωρέσεις, δεν το θέλω, αλλά σε θέλω.

Ξέρεις αυτό που λένε για το πρώτο βλέμμα; Ε, έρωτα δεν το λες, αλλά μια χαρά σε βρίσκω. Κάτσε να σε δω καλά. Ναι, μια χαρά. Σε βλέπω που κάθεσαι και παρακολουθείς την κάθε κίνησή μου και κρέμεσαι από την κάθε κουβέντα μου. Θα το παίξω αδιάφορη, κι ας καίγομαι να σε κοιτάξω στα μάτια. Να παρατηρήσω τις κόρες τους και πόσο διαστάλθηκαν. Αυτά, ασ’ τα, μη σε απασχολούν, είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία, που λέει και το τραγούδι.

Δε θα το καταλάβεις, αλλά σε ακούω. Και αν συμφωνώ με όσα λες, μπορεί να σου χαρίσω και ένα φευγαλέο βλέμμα. Έτσι, να έχεις από κάπου να πιαστείς. Μπορεί και να σε κοιτάξω λίγη παραπάνω ώρα και να απαντήσω με περισσότερες από πέντε λέξεις αν μου απευθύνεις το λόγο. Δε θέλω και να σε αποθαρρύνω, αλλά δε θα σε ενθαρρύνω κιόλας. Μπορεί να σου δώσω το τηλέφωνό μου όταν μου το ζητήσεις, μπορεί και όχι όμως. Τι τα έχουμε εξάλλου τα social; Μόνο για φωτογραφίες τοπίων και φαγητών; Ψάξε, αν ενδιαφέρεσαι, να με βρεις.

Αλλιώς χάρηκα για τη γνωριμία, πλάκα είχε, τα ξαναλέμε.

Στο μήνυμά σου θα απαντήσω αφού περάσει ώρα. Ποτέ αμέσως. Να μην καταλάβεις ποτέ πόσο με νοιάζει αν θα στείλεις, πότε θα στείλεις και τι. Να μη φαίνεται με πόσο ενθουσιασμό θα το διαβάσω από την προεπισκόπηση και πόση ώρα θα σκέφτομαι και θα αναλύω το τι θα σου απαντήσω. Μην κάνω κάνα τυπογραφικό από το τρέμουλο στα χέρια. Κακό δεν κάνει και λίγη αναμονή. Να καταλάβεις από νωρίς πως στη ζωή υπάρχουν προτεραιότητες, και δεν είσαι ακόμα –ζήτημα κιόλας αν θα γίνεις ποτέ- μια από τις προτεραιότητές μου.

Κι αν με καλέσεις να πάμε για κάνα καφέ, «θα δούμε» θα σου πω εγώ. Αγαπημένη μου φράση, να τη μάθεις καλά, θα την ακούς συχνά. Θα δούμε, λοιπόν, κι ας ήδη σχεδιάζω τι θα φορέσω και πώς θα σου εμφανιστώ. Θα πάμε, φυσικά, για καφέ και για μπίρα μετά από αυτό. Θα πάμε για φαγητό κάποιο βράδυ και για μπάνιο μια μέρα. Να δω πότε θα έχω χρόνο, τελευταία στιγμή να περιμένεις την απάντησή μου, θα σου πω όταν είναι ώρα. Προαποφασισμένο βέβαια από τη στιγμή που θα βγει η πρόταση από το στόμα σου, αλλά θα σε ψήσω λίγο πριν πω το ναι.

Στρόβιλους θα βλέπεις από τις πολλές εναλλαγές που θα κάνω, σκόπιμα θα φάσκω και θα αντιφάσκω, και θα προσπαθείς μάταια να αποκρυπτογραφήσεις, σαν έναν ζωντανό δίσκο της Φαιστού, λόγια και σιωπές. Να μην έχεις τίποτα σίγουρο, αν μην μπορείς να πάρεις τίποτα για δεδομένο. Θα σου γελώ αλλά δε θα απαντώ ποτέ ευθέως. Όταν θα θέλω να σε βουτήξω να σε φιλήσω, θα σε ειρωνεύομαι και εκείνα τα «μωρό μου», «αγάπη μου», «καρδιά μου» τάματα να κάνεις, δεν τα λέω. Υποτίμηση της νοημοσύνης. Πάνες δε φοράς, δεν εξαρτάται από σένα η ζωή μου όλη και σε καμία περίπτωση δε σου ανήκω για να μου ανήκεις εσύ. Να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας;

Σε χαλάει; Δεν πειράζει, στο καλό και να (μη) μας γράφεις.

Ό,τι κι αν πεις, αντίρρηση θα φέρω. Κι ας συμφωνώ με τα επιχειρήματά σου. Δικηγόρος του διαβόλου με βούλα και σφραγίδα, και θα το δείξω σε σημείο που να μην ξέρεις αν πάω ή αν έρχομαι. Γιατί θα έχει πλάκα να σε βλέπω να σκαλώνεις. Και γιατί δε θα έρθω εγώ στα λόγια σου, όσα σωστά κι αν πεις.

Θα σε φέρω εγώ στα μέτρα μου, να μην έρθω στα δικά σου.

Ξέρω καλά το παιχνίδι. Όσο δεν ενδιαφέρεσαι δεν έχεις τίποτα να χάσεις – ακόμα κι αν τον χάσεις. Άπαξ όμως και την πατήσεις, άπαξ και δείξεις ότι αρχίζεις και νιώθεις, αυτό ήταν. Εκτίθεσαι, σώματι και ψυχή, δίνεσαι στον άλλον, η κάθε του λέξη, η κάθε του κίνηση, ένα άνοιγμα για λάβωμα, αν έτσι το θελήσει. Βάζεις τον εαυτό σου σε θέση να πληγωθεί. Να πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις, να βάλεις και τα θέλω του άλλου εκεί πάνω μαζί με τα δικά σου, να πιάνουν τόπο, να μην χωρούν άλλα προσωπικά μόνο.

Οπότε, αντί να μου κάνεις εσύ γυμνάσια, θα σου κάνω εγώ. Από την αρχή, μη μου πάρεις τον αέρα.

Κι αν σ’ αρέσει. Αν δε σ’ αρέσει, από κει παν κι άλλοι.

Να μάθεις έτσι, να μην έχεις πολλές προσδοκίες. Nα συνηθίσεις στα λίγα, μην περιμένεις τα πολλά. Λιγότερα από αυτά που μπορώ, ελάχιστα σε σύγκριση με αυτά που θέλω να δώσω. Συγκρατούμαι για να μην βαρεθείς τη πολλή τη στοργή. Μη χορτάσεις πριν από μένα και φύγεις.

Στο κρεβάτι σου θα έρθω όταν αποφασίσω εγώ. Κι όταν γίνει… Δε «μ’ έριξες» εσύ, ούτε «μ’ έψησες». Και σαφώς και δε «σου κάθισα». Δεν κάθομαι ούτε στον καναπέ, γλυκό μου, σε σένα θα κάτσω; Έλα τώρα. Το ήξερα από την πρώτη ματιά που σου έριξα ότι αργά ή γρήγορα εδώ θα καταλήγαμε, άρα μη νομίζεις ότι οτιδήποτε κι αν έκανες στην πορεία επηρέασε την απόφασή μου. Μπορεί όμως να είναι η τελευταία φορά που με έχεις εδώ. Εκμεταλλεύσου το γιατί δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα υπάρξει δεύτερη. Κι ας σε ποθώ για άλλες χίλιες εκατό.

Μια υστεριούλα θα σου κάνω, επίσης, κάποια στιγμή. Τίποτα το σπουδαίο, μη φανταστείς, μια σκηνή ζηλοτυπίας ενώ είσαι με φίλους ή αν αργήσεις παραπάνω από δεκάλεπτο στο ραντεβού μας. Ούτε με νοιάζει, κατά βάθος, τι κάνεις με την παρέα σου, δε ζηλεύω γενικώς, ούτε κάνει διαφορά στα σχέδιά μας το δεκάλεπτο που θα χάσω χαζεύοντας στο κινητό, περιμένοντας να έρθεις. Αλλά δε θα συγκρατηθώ. Κι ας ξέρω ότι υπερβάλλω. Είναι και αυτή μια πτυχή, να ξέρουμε.

Και κάπως έτσι θα συνεχίσει ο καιρός, μέχρι να έχω πειστεί. Για τι πράγμα πρέπει να με πείσεις; Μα ότι ήρθες για να μείνεις. Ότι ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν πω, όσο κι αν σε διώχνω εγώ, δε θα φύγεις. Ότι αύριο το πρωί, και κάθε αύριο, θα είσαι ακόμα εδώ. Πώς θα με πείσεις; Αυτό δεν το ξέρω, μην τα θες όλα έτοιμα.

Ξέρω όμως σίγουρα ότι χωρίς προσδοκίες δεν υπάρχει απογοήτευση. Αν δεν περιμένεις πολλά από μένα, δε θα οφείλω και εγώ να σου δώσω τίποτα. «Όποιος ελπίζει, απελπίζεται» μου είχε πει κάποιος κάποτε. Προειδοποίηση ήταν – ότι η υπομονή και η επιμονή δε βγαίνουν πουθενά όταν ο άλλος δε σου δίνει λόγο να προσδοκάς κάτι παραπάνω. Έτσι, θα σου τα αρνηθώ όλα, τουλάχιστον από μία φορά. Να μην ελπίζεις. Θα το περιμένεις, δε θα σου προξενήσει έκπληξη, ούτε θα μπορείς να παραπονεθείς. Γιατί; Έχει αλλάξει κάτι από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε; Όχι. Άρα με ποιο δικαίωμα εσύ θα έρθεις να ζητήσεις παραπάνω από αυτά που σου δίνω; Εξηγημένα κι όμορφα, εξαρχής. Όταν, όμως, πω το ναι, θα πετάς στα σύννεφα από τη χαρά σου. Να με συγχωρέσεις, δεν το θέλω, αλλά σε θέλω.

Σκληρή κι άκαρδη, κυνική και κρύα; Όχι. Για σένα τα κάνω όλα αυτά, όχι για μένα. Σε προφυλάσσω, κι ας μοιάζει σαν να σε περνώ από τα επτά καζάνια της κολάσεως.

Μη νομίζεις ότι όλα αυτά τα κάνω απερίσκεπτα. Υπάρχει λόγος για το θέατρο παραλόγου που σκηνοθετώ. Πρωταγωνίστρια στο πλάι σου, γιατί μόνο αυτός ο ρόλος μου αρμόζει σε αυτό το δράμα. Τραγική ειρωνεία όλο το έργο με ένα συναίσθημα να κυριαρχεί.

Δε θα στο πω ποτέ, αλλά είμαι τρομοκρατημένη. Πραγματικά τρέμει το φυλλοκάρδι μου κάθε φορά που κάνω πως δεν ενδιαφέρομαι, κάθε λεπτό που περνά που σου έχω στείλει μήνυμα και εσύ καθυστερείς να απαντήσεις. Κάνω σενάρια με το μυαλό μου, επικρατούσα σκέψη μου «Αυτό ήταν. Μέχρι εκεί ήταν. Κρίμα.» Φοβάμαι ότι κάθε πείσμα μου θα είναι και το τελευταίο μου, κάθε αποχώρησή μου θα είναι και η αυλαία που πέφτει στο έργο μας.

Καμιά φορά κιόλας το ελπίζω. Ελπίζω ότι θα σε κουράσω, ότι θα φύγεις, ότι θα πάρεις σοβαρά την αδιαφορία μου και θα βάλεις πλώρη για καμιά άλλη «αγκαλιά» που θα δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον, που θα σου χαρίζει περισσότερη στοργή. Έτσι δε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω την πιθανότητα του να έχω αρχίσει να ερωτεύομαι. Ούτε να υπολογίσω την προοπτική ενός κοινού μέλλοντος, όσο βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο κι αν είναι. Ελπίζω για να μη χρειαστεί να φανερώσω αυτόν τον τρόμο που μου τρώει τα σωθικά, αυτές τις σκέψεις που με κάνουν να χάνω τον ύπνο μου. Προτιμώ να φύγεις από το να παραδεχτώ ότι μπορεί και να σε αγαπήσω αν αφεθώ.

Γιατί αν αποδειχτείς κι εσύ ίδιος με τους άλλους, ίδιος με αυτούς που είχαν συνηθίσει να παίρνουν μόνο και να μη δίνουν, μου κάνεις τη θεωρία, αξίωμα. Ίσως νιώσω καλύτερα και για τον εαυτό μου, ίσως το ενοχικό μου ικανοποιηθεί και λάβω αυτό που αξίζω για την τόση ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκες. Καλύτερα να μου αποδείξεις ότι, εν τέλει, όντως εγώ φταίω. Να μου επιβεβαιώσεις ότι δεν κάνω για κανέναν και για τίποτα. Θα ξέρω πώς να αντιδράσω, βρε παιδί μου.

Και αν μείνεις και υπομείνεις όλες μου τις δοκιμασίες; Αυτό δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Τι θα κάνω αν όντως κάποιος μ’ αγαπά και εξαρτάται η ευτυχία του από μένα; Καλά, ποιο είναι το πρόβλημά σου; Πόσο μαζοχιστής πια; Δεν μπορείς να βρεις κάποια καλύτερη από μένα, που δε θα σε κάνει να υποφέρεις; Πού είναι ο εγωισμός σου; Η αξιοπρέπειά σου; Είναι προφανές ότι κάτι σου φταίει να μένεις μετά από τόσες απορρίψεις. Δε γίνεται να σου αρέσω τόσο πολύ πια. Δε με ξέρεις καν.

Χάρη, πάντως, δε μου κάνεις να είσαι μαζί μου, μη γελιέσαι. Ορίστε, η πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. Φεύγοντας μόνο φρόντισε να την κλείσεις, μην μπάζει.

Φοβάμαι ότι η μέθοδός μου δεν είναι αλάνθαστη. Δεν το κατέχω αυτό το άθλημα, ούτε  ξέρω να παίζω. Δεν έχω τύχη στα ζάρια και στα χαρτιά, και τα μακροπρόθεσμα παιχνίδια στρατηγικής δε μου πάνε. Ρώσικη ρουλέτα παίζω εδώ, όμως, ναι. Προτιμώ μια σφαίρα και καλή παρά απανωτές ήττες. Φοβάμαι ότι αν σταματήσω να σε σπρώχνω μακριά μου, θα έρθεις με φόρα και θα με ρίξεις με ευκολία. Και σε κάθε βήμα μπρος θα πέφτω, πάλι και πάλι, όλο και πιο συχνά, όλο και με περισσότερη δύναμη κάθε φορά. Γιατί με κάθε βήμα θα κατακτάς άλλο ένα κομμάτι μου, θα αφήνω άλλη μια επιφάνεια εκτεθειμένη για χτύπημα. Κρατάω αντίσταση τόσο σε σένα όσο και στον εαυτό μου κι όσα ακόμα καταφέρνω να κρατώ κρυφά. Καλά κλειδωμένα μέσα μου, όσο κι αν τα ακούω να ουρλιάζουν και να χτυπούν, ξέρω ότι είναι πολύ πιο ασφαλής για όλους αν μείνουν εκεί που είναι.

Το αισθάνομαι, κοντεύει η ώρα.  Κι αν μέχρι τότε δεν έχω καταφέρει να σε φέρω στα μέτρα μου, τι θα κάνω; Φοβάμαι ότι δε θα έχω τη δύναμη να μην έρθω στα δικά σου.

Κι όπως κι αν έχει, τη συγγνώμη μου μην ξεχάσεις.

Δεν το ήθελα, αλλά σε ήθελα.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου