Θα συνεχίσω να σ’ αγαπώ από μακριά. Μέσα απ’ τα συντρίμμια των ονείρων που έμειναν μισά και των αναμνήσεων που αντηχούν ακόμη στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Μέσα από μια διχασμένη πραγματικότητα, που μοιράστηκε στα δύο γιατί δεν έχει ακόμη συνηθίσει στην απουσία σου. Μη ρωτήσεις γιατί. Δεν υπάρχει λογική στην απόγνωση που νιώθει μια ψυχή όταν αποχωρίζεται το άλλο της μισό. Όταν χάνει τον άνθρωπο που τα κομμάτια ταίριαξαν σχεδόν τέλεια με τα δικά της.

Κι είναι στιγμές που αχνοφαίνεται η μορφή σου, αλλά χάνεται πριν καν προλάβω να τη φτάσω. Στιγμές που νιώθω την παρουσία σου με μια ένταση που δε μ’ αφήνει να κάνω βήματα προς το παρόν και με κρατάει στάσιμη σ’ ένα παρελθόν που έχει τ’ όνομά σου.

Γιατί μου λείπει ακόμη ο μοναδικός σου τρόπος να ξεχνάω τις σκοτούρες της καθημερινότητας. Που μ’ ενθάρρυνες να κυνηγάω τα όνειρά μου, όσο αντίξοες κι αν ήταν οι συνθήκες πραγματοποίησής τους, με μόνη προϋπόθεση να έχεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε καθένα απ’ αυτά. Όποιο κι αν ήταν το σενάριο.

Δεν μπορώ να ξεχάσω το πονηρό βλέμμα σου σε στιγμές ακατάλληλες, που αναζωπύρωνε φλόγες και το ακαταμάχητο χαμόγελό σου, που φώτιζε ολόκληρο τον κόσμο μου. Τις στιγμές ηδονής και τις ατέλειωτες αναμνήσεις που δημιούργησες απ’ το πουθενά, για να μας θυμίζουν το δικό μας «για πάντα».

Έδωσες πνοή στις πιο κρυφές επιθυμίες μου, μ’ ένα άγγιγμα των χειλιών σου. Κατέκτησες το απέραντο μυστήριο του κορμιού μου και περιηγήθηκες σε κάθε σκοτεινή γωνιά του, αργά και μεθοδικά. Και κατάφερες τελικά να του προσφέρεις λίγο απ’ το απέραντο φως που κρύβεις μέσα σου, μετατρέποντάς το σ’ ένα απ’ τα πιο εκτυφλωτικά αστέρια τ’ ουρανού.

Κάθε μυρωδιά, χρώμα, στίχος και τραγούδι που σε θυμίζει, δε μ’ αφήνει σε ησυχία. Αναμενόμενο, άλλωστε. Φωνάζουν πεισματικά τα υπολείμματα του έρωτά μας για μια δεύτερη ευκαιρία και προσπαθούν να διεισδύσουν στη συνείδησή μου από παντού.

Να κατακλύσουν το είναι μου όπως έκαναν κάποτε, μόνο που τώρα πια εσύ δεν είσαι εδώ. Έχεις βάλει πλώρη γι’ αλλού. Ξύπνησε μέσα σου η ανάγκη να εξερευνήσεις το ανεξερεύνητο κι άφησες πίσω σου όλα αυτά που κάποτε εξυμνούσες. Όλα αυτά που κάποτε ήταν αρκετά για να κατασταλάξουν την ανησυχία σου. Σ’ αυτό το ερώτημα μόνο απάντησέ μου. Ποιος θα κρατάει τη φλόγα ζωντανή, τώρα που άρχισα να παγώνω; Ποιος θα προσφέρει λίγο απ’ το οξυγόνο του, για να μην πάψουν ποτέ οι αναμνήσεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου;

Ίσως τελικά να πάρει τη σκυτάλη ο ίδιος μου ο εαυτός. Σαν σπασμένο ραδιόφωνο που έχει βαρεθεί να παίζει επανειλημμένα τα ίδια τραγούδια, αλλά συνεχίζει να το κάνει γιατί αυτό είναι όλη η ύπαρξή του. Τα κρατάει, βλέπεις, μέσα του σαν το πιο πολύτιμο φυλαχτό, γιατί δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς τη μαγεία της μελωδίας τους. Με μια λέξη; Αυτοκαταστρέφεται.

Ίσως και να είναι γλυκιά η αυτοκαταστροφή, εθιστική. Γι’ αυτό κι εγώ δε θα πάψω να σ’ ερωτεύομαι,  κρυμμένη πίσω απ’ τις σκιές της ευτυχίας που κάποτε μας άνηκε και σαν κομπάρσος ν’ ακολουθώ την παράσταση της ζωής σου, χωρίς να συμμετέχω.

Όσος χρόνος κι αν περάσει. Θα σ’ αγαπώ με ό,τι μου ’χει απομείνει, ανάμεσα στην καρδιά και το μυαλό. Δεν ξέρω το γιατί και μάλλον δε θα μάθω ποτέ το πώς. Θα σ’ αγαπώ γιατί έτσι έχω μάθει. Θα σ’ αγαπώ όπως πρέπει ν’ αγαπάει κανείς το σκοτάδι, παρ’ όλο που έφερες στη ζωή μου το φως. Στα κρυφά, για να μην το μάθεις ποτέ…

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη