«Έχασα τον εαυτό μου. Με βαρέθηκα. Δε με χαρίζω πια». Κουβέντες της καθημερινότητάς μας. Τις ξεστομίσαμε σε άνω τελείες που βάλαμε και τις βαφτίσαμε «τέλος» ή απλά σε κάθε καινούργια αρχή που με νύχια και με δόντια προσπαθήσαμε να κάνουμε. Μα ό,τι κι αν ξεστομίζουμε εμείς, συνειδητά ή ασυνείδητα, έχουμε μια καθημερινότητα που κρίνει. Τις πράξεις μας, τις επιλογές μας, τα λάθη μας. Γιατί εμείς είμαστε οι επιλογές που κάνουμε.

Αν επιλέξουμε να θυματοποιήσουμε τον εαυτό μας σε κάθε δυσκολία που έχουμε στο διάβα μας, αυτομάτως προκαλούμε τον οίκτο των γύρω μας. Γιατί κανείς δεν επικρίνει το θύμα, σπάνια θα κοιτάξει κανείς τις ευθύνες του. Τα μάτια πέφτουν στο θύτη. Ασχέτως αν υπάρχει μια άλλη αλήθεια, που ίσως να μη μάθουν ποτέ.

Πουλάμε τον εαυτό μας βάσει του συναισθήματος που έχουμε ανάγκη να κερδίσουμε. Κι ας ξέρουμε καλά πως αυτός δεν είναι ο αυτοσκοπός μας, είναι η πιο βολική αντίδραση. Ξεχνάμε, δυστυχώς, πως οι γύρω μας θα αποκτήσουν την εικόνα που εμείς τους δώσαμε. Θύματα, θύτες, δυναμικοί, ευαίσθητοι, ονειροπόλοι, αντιδραστικοί. Είμαστε μια μαθηματική εξίσωση σκέψεων που στο αποτέλεσμά της κρύβονται οι πράξεις μας. Κι οι πράξεις μας βρίσκουν τον τρόπο να γυρίζουν σε εμάς. Χωρίς να εμπλέκεται το κάρμα ή άλλες εντυπωσιακές, εξίσου βολικές, έννοιες. Αυτό που δίνουμε παίρνουμε. Μια καθαρή ανταλλαγή. Δράση κι αντίδραση.

Αν επιλέξουμε να ζήσουμε τη ζωή μας μέσα στο φόβο και την ανησυχία, αντί για πιο ανώδυνη θα την κάνουμε δυσκολότερη. Τυλιγμένοι με σφουγγάρια μη χτυπήσουμε, μην πληγωθούμε. Μη μας πιάσει το στόμα των γύρω μας. Μη μας κακοχαρακτηρίσουν. Επιλέγουμε την ασφάλεια της σιωπής. Αποχαιρετάμε την ευτυχία μας με αντάλλαγμα μια ήσυχη κι άοσμη ρουτίνα. Γιατί φοβόμαστε τα χαστούκια της αποτυχίας. Τρέμουμε τα ρίσκα που τόσο ζηλεύουμε όταν τα παίρνουν άλλοι. Κι ας μην πάνε όλα καλά. Τουλάχιστον προσπάθησαν, έζησαν.

Θέλουμε σε κάθε αναφορά του ονόματός μας να μην υπάρχει κάτι κρυφό. Κανένα μυστικό. Πουλάμε ένα λευκό σεντόνι χωρίς μπαλώματα. Μα, αλήθεια, αναρωτιέμαι αν τα σεντόνια αυτά φτιάχτηκαν για να μένουν ατσαλάκωτα. Δεν μπορούν να μένουν έτσι. Γιατί αυτά τα σεντόνια είναι οι ψυχές μας, που διψούν, που άλλα θέλουν κι άλλα κάνουν, που συμβιβάζονται και που εν τέλει σιωπάν για τη γνώμη του κόσμου.

Πώς θα εκτιμηθούμε και πώς θα αγαπηθούμε όπως μας αξίζει αν είμαστε βουτηγμένοι στο φόβο. Αν δεν εξωτερικεύσουμε όσα κρύβουμε. Αν δε δείξουμε τον πραγματικό μας εαυτό που στριμώχνεται περιμένοντας μονάχα κατάλληλες στιγμές να βγει σεργιάνι. Κι αν μείνουν όλα γύρω μας τόσο κατάλληλα ακατάλληλα; Πού θα πάει όση αγάπη έχουμε μέσα μας; Τα όνειρά μας θα μείνουν μοναχά σκέψεις χτισμένες σ’ ένα γιοφύρι παρόμοιο με αυτό της Άρτας. Να χτίζουμε μια εικόνα όλη μέρα και το βράδυ όταν μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας να την γκρεμίζουμε, αφού οι πραγματικές επιθυμίες μας δεν είναι ανάμεσα στα θεμέλια.

Ανθρώπους σαν κι εμάς να βρούμε. Όχι ίδιους. Ποτέ κανείς δε θα είναι τόσο μοναδικός όσο εμείς. Ανθρώπους που θέλουν να δοκιμάσουν κι ας μη βγουν όλα όπως τα περιμένουν. Τουλάχιστον θα είναι λουσμένοι κι αυτοί με προσπάθεια. Θα μπορούμε να στριμώξουμε κάπου εκείνον τον εαυτό που κρατάμε στη σίγαση.

Γιατί αν μείνει στη σιωπή για πάντα, κανείς δε θα το μετανιώσει περισσότερο από σένα και μένα. Κι ας πει ό,τι θέλει ο κόσμος. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε θα σταματήσει. Ας πουλήσουμε, λοιπόν, την αλήθεια μας κι όπου μας βγάλει. Δεύτερη ζωή δεν έχει.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη