Αυτά τα μούτρα, τα πασαλειμμένα με δυο τόνους εγωισμό, θυμάμαι έντονα απ’ τη δικιά μου παιδική ηλικία. Κάθε απαγόρευση των γονιών μου γινόταν το επόμενο «κοίτα με και θα δεις». Τις περισσότερες φορές βέβαια, βλέπανε μέσα από τα «όχι» μου τα δάκρυα που κυλούσαν ποτάμι κάθε που τσακιζόμουν με το ποδήλατο εκεί που δεν μπορούσα να πάω, ή κάθε φορά που αποκτούσα ακόμα ένα σημάδι και μια γρατζουνιά. Μέσα στον πόνο μου καταλάβαινα πως τελικά είχανε δίκιο -σχεδόν πάντα.

Αν δεν το έκανα όμως πώς θα το μάθαινα -είπα εκατοντάδες φορές στην ενήλική μου ζωή. Κάθε που μεγαλεπήβολα έτρωγα τα μούτρα μου στις αλάνες. Ανάμεσα σε λάθος ανθρώπους, λάθος επιλογές, λάθος όνειρα. Ξέρεις· εκείνα τα λάθη που όλοι μας κάναμε και τα βαφτίζαμε επιλογή, μα δεν ήταν τίποτα άλλο από ελπίδες για κάτι εικονικά πλασμένο που είχαμε στο μυαλό μας. Μα μάθαμε επίσης να κρατάμε εκείνο το κεφάλι μας ψηλά. Με πείσμα, με περηφάνια, μη δείξουμε πόσο πονέσαμε. Μην πούμε έκανα λάθος, είχες δίκιο. Μια μικρή μικρογραφία της ζωής που μας περιμένει στη ζούγκλα εκεί έξω.

Όταν αγαπάς κάποιον, θες να είναι καλά για να είσαι κι εσύ. Γιατί δεν μπορείς να φανταστείς να συμβαίνει ποτέ κάτι σ’ εκείνους τους ανθρώπους. Κι αν αυτός ο κάποιος  είναι το παιδί σου, τότε είναι η μοναδική σου επιθυμία μέχρι να γκριζάρουν τα μαλλιά σου και να κλείσουν τα μάτια σου. Είναι σαν να βγαίνει η καρδιά σου έξω απ’ το σώμα σου. Σαν να την βλέπεις στην αρχή να εξαρτάται από σένα, να κάνει τα πρώτα τις βήματα, να μεγαλώνει όσο την φροντίζεις και μετά να ανοίγει τα φτερά της και να χτυπά σε μια άλλη στέγη, σε μια άλλη πόλη ή χώρα. Είναι δικιά σου όμως και τη νιώθεις παντού ακόμα και στην άλλη άκρη της γης να φτάσει.

Ακόμα κι αν πονάς κάθε που την έβλεπες να στεναχωριέται, να κλαίει, να έρχεται κοντά σου κάθε που τα άλλα παιδιά στη γειτονιά την μάλωναν ή την στεναχωρούσαν, εσύ ήξερες πως έπρεπε να την αφήσεις να το νιώσει. Ήξερες πως πίσω απο κάθε σου όχι, κάθε σου φωνή, κάθε σου δάκρυ, θα έπρεπε μερικές φορές να μαζέψεις τις ασπίδες. Να αφήσεις λιγάκι τα όχι σου να πάρουν βιβλία και να αρχίσουν το μάθημα. Εκείνο το μάθημα που μάθαμε όλοι μας καλά. Γιατί ακόμα και στη παιδική μας η ηλικία, ο πόνος, ακόμα και ο πιο αθώος, πρέπει να έρχεται σε επαφή μαζί μας. Να τον γνωρίσουμε λίγο. Να δούμε πόσο αναπάντεχα έρχεται σε μια στιγμή. Σαν εκείνες τις στραβοτιμονιές που κάναμε και σωριαζόμασταν στο πάτωμα.

Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως εκείνες οι κατσάδες που άκουσα, εκείνα τα παραπονιάρικα όχι, εκείνες τις τιμωρίες που φάγαμε σε κάθε μας ανταρσία ήταν οι ωραιότερές μας αναμνήσεις. Αυτές που χρόνια μετά, πάλι ήταν λουσμένες με αγάπη. Γιατί ένας γονιός έχει την ευθύνη να σου μάθει αυτός τα πάντα. Τα πρώτα σου βήματα, τις πρώτες σου λέξεις, τα πρώτα σου γράμματα και τα πρώτα σου «όχι».

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου