Υπάρχει ένας άτυπος κανόνας πως, όταν συναντάς κάποιον μεγαλύτερο σε ηλικία ή κάποιον άγνωστο σε μια παρέα για πρώτη φορά, ξεκινάς να του απευθύνεσαι σε πληθυντικό ευγενείας μέχρι να νιώσεις άνετα ή, ακόμα κι αν εσύ νιώσεις οικεία, συνεχίζεις έτσι για να μην προσβάλλεις τον άνθρωπο που είναι απέναντί σου, ο οποίος μπορεί να επιθυμεί να συνεχίσετε την κουβέντα σας στον πληθυντικό, γιατί έτσι πιστεύει ότι υπάρχει σεβασμός και μια ασφαλής απόσταση μέχρι να γνωριστείτε καλύτερα. Δηλαδή, το να μιλάμε στον ενικό δείχνει κάποια ασέβεια ή προσδίδει βιαστική οικειότητα;

Ιστορικά φαίνεται πως ο πληθυντικός ευγενείας καθιερώθηκε περίπου στον 4ο αιώνα μ.Χ σαν πληθυντικός μεγαλοπρέπειας, για να μπορέσουν να διαχωρίσουν τις αντωνυμίες «εσύ» κι «εσείς» στα λατινικά κι αργότερα έγινε χαρακτηριστικό του Ρωμαίου αυτοκράτορα και των ευγενών, γιατί με αυτόν τον τρόπο ξεχώριζαν οι ανώτερες τάξεις. Στην Ελλάδα, λέγεται ότι ξεκίνησε από τον Όθωνα. Στη συνέχεια, καθιερώθηκε μέχρι και σαν τρόπος φλερτ. Έδειχνε καλή διαγωγή. Μια φινέτσα που τώρα έχει χαθεί, αφού σήμερα θεωρείται παλιομοδίτικος τρόπος για να προσεγγίσεις κάποιον ή κάποια που σου κάνει το κλικ.

Χρησιμοποιώντας, όμως, ενικό κι όχι πληθυντικό καταφέρνουμε να περνάμε ένα μήνυμα. Δείχνουμε αρχικά πως νιώθουμε άνετα με το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε ή πως επιθυμούμε μια πιο στενή σχέση μαζί του. Θέλουμε να σπάσουμε τα δεσμά της απόστασης που επιβάλλει ο πληθυντικός ευγενείας. Πολλές φορές, μας το βγάζει κι ο άλλος αυτό το συναίσθημα να θέλουμε να μιλήσουμε απευθείας στον ενικό. Ακόμα κι έτσι, άλλωστε, μπορούμε να ‘μαστε ευγενικοί. Αγένεια θα ήταν να στολίζαμε κάποιον με κοσμητικά επίθετα ή να του μιλούσαμε απότομα κι ειρωνικά. Με τον ενικό κερδίζουμε την οικειότητα, δε μένουμε σε επιφανειακές στεγνές ευγένειες. Μιλώ στον ενικό σημαίνει ανοίγω τα χαρτιά μου για το πώς νιώθω. Και βλέπω αν ο άλλος μπορεί να εκπέμψει στην ίδια συχνότητα με εμένα.

Πολλοί φυσικά νομίζουμε πως με τον πληθυντικό κερδίζουμε εντυπώσεις, δείχνοντας καλή ανατροφή ή μια πιο υπεράνω αντιμετώπιση στα πράγματα γενικά. Φυσικά, ο πληθυντικός ευγενείας χρησιμοποιείται ακόμα όταν απευθυνόμαστε στον διευθυντή μας ή τον υπεύθυνο τμήματος ή από τη γλυκύτατη αεροσυνοδό προς κάποιον επιβάτη, κι όλα αυτά επειδή αυτό ορίζουν ως σωστό οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Εξάλλου, σε αυτές τις περιπτώσεις πέρα από ευγένεια θέλουμε να διατηρήσουμε κι απόσταση, οπότε εξυπηρετεί από κάθε έννοια.

Γενικότερα, όμως, μέσα σε τυπικούς ξερούς πληθυντικούς χάνουμε την ουσιαστική επαφή, υψώνοντας τοίχους και δημιουργώντας εικονικές αποστάσεις από άτομα που ναι μεν σεβόμαστε, όμως θα θέλαμε να μας δώσουμε την ευκαιρία να ‘ρθουμε πιο κοντά και να γνωριστούμε καλύτερα μέσα από συζητήσεις φιλικές, παρεΐστικες, ανθρώπινες κι όχι ατσαλάκωτες και σοβαροφανείς.

Ο πραγματικός σεβασμός κι η αυθεντική ευγένεια δε χωράνε σε τύπους. Σημασία έχει τι είναι αυτό που θες να πεις κι όχι το πώς θα το ντύσεις, τι αριθμό θα χρησιμοποιήσεις και με τι περιτύλιγμα θα το στολίσεις γραμματικά και συντακτικά. Οι κινήσεις μας ορίζουν τον σεβασμό μας προς τον οποιονδήποτε κι αντίστοιχα οι δικές του επιβεβαιώνουν αν τον αξίζει ή όχι. Ο σεβασμός, εξάλλου, για πολλούς, κερδίζεται, δεν απαιτείται.

Κι είναι κι εκείνοι οι άνθρωποι που ξέρουν πόσο τους σεβόμαστε και τους εκτιμάμε, που όλο αυτό είναι αμοιβαίο, και μας δίνουν το ok για να μιλάμε πλέον στον ενικό, επειδή δε θέλουν κι εκείνοι να «νιώθουν γέροι», όπως μας λένε. Εξάλλου, ο σεβασμός κι η ευγένεια δεν έχουν καθόλου να κάνουν με την ηλικία αλλά με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας. Κι οι άνθρωποι που εκτιμούν ο ένας τον άλλον ανταλλάσσουν χαμόγελα και θετική διάθεση κι όχι τύπους και δήθεν φιλοφρονήσεις.

Μην ξεχνάτε πως η ευγένεια κι η ευτυχία είναι υποθέσεις εσωτερικές και σίγουρα μιλάμε για “state of mind”.

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη