Γουστάρω τα παιχνίδια. Κρυφτό. Μπλόφα. Παιχνίδια μεταξύ ενηλίκων. Ειδικά στα τελευταία είναι που αφήνω τη φαντασία μου άνευ ορίων, σαν πιτσιρίκι να τρέχει στην αυλή χωρίς παντόφλες. Πώς ξεκαρδίζεται! Να γεμίζει η ψυχή σου από κελαρυστό γέλιο, μεταδοτικό.

Τις τελευταίες δέκα μέρες σου ‘χω χαθεί. Είχα δουλειά, μάθημα, πήγα σινεμά με τις φίλες μου, βγήκα για ποτό με τους φίλους μου. Έκανα γενική στο σπίτι, έσωσα κάτι παιδάκια στην Αφρική. Κάθε πρωί ζήταγες να με δεις και κάθε βράδυ σου πάσαρα επιδεικτικά κι από μια δικαιολογία γιατί δεν μπορούσες να το κάνεις. Άκουγα στο τηλέφωνο τη λαχτάρα σου και στα μηνύματά σου διάβαζα τη στέρηση.

Λαχτάρα, να σου συστήσω τη στέρηση. Είναι ο λόγος ύπαρξής σου. Αυτές τις δέκα μέρες φρόντισα για τη σταθερή παρουσία της κι εκείνη έγινε υπεύθυνη για την ανάπτυξή σου. Κάπως έτσι, λαχτάρα, μεγάλωσες κι εγώ κοιτάω με καμάρι το δημιούργημά μου.

Αυτό είναι το τελευταίο παιχνίδι ενηλίκων που σκαρφίστηκα. Θα μπορούσα ν’ ακυρώσω τα ποτά, να βάλω τις φίλες σε δεύτερη μοίρα, να φτάσω ξενυχτισμένη στη δουλειά και να πάω αδιάβαστη στο μάθημα. Αλλά δεν το έκανα. Επέλεξα να βάλω όση απόσταση μπορούσα μεταξύ μας, για να τεντώσω τις αντοχές σου λίγο πριν σπάσουν. Δεν το κάνω για να σε ξενερώσω. Ξέρω πως όταν αφήσω το παιχνίδι να φτάσει στο τέλος του, αυτό θα είναι επικό.

Φυσικά, δεν έμεινα ανεπηρέαστη. Μαζί με τη δική σου γέννησα και μια δική μου λαχτάρα, άσβεστη. Νιώθω ότι πλέον έχει αρχίσει να μ’ εκδικείται.

Κάθε πρωί που τα χέρια μου αρχίζουν ν’ αποκτούν ξανά ζωή, ψάχνουν ενστικτωδώς το απόν σώμα σου πλάι μου στο στρώμα. Ξέρεις τι είναι να ξεκινάς τη μέρα σου με μια τέτοια απογοήτευση; Σε βλέπω στα πεζοδρόμια, στις σκάλες του μετρό, στο απέναντι τραπεζάκι του μπαρ, καβάλα στο μηχανάκι που μου χώνεται σφήνα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Δεν είχες ποτέ σου μηχανή, ρε! Σ’ ακούω στο τηλέφωνο να με παρακαλείς να βρεθούμε μήπως αυτό το βράδυ και κρατιέμαι μη σου φωνάξω ότι σε θέλω επιτόπου. Ποιος περιμένει να βραδιάσει;

Όταν τρυπώνουν στο μυαλό μου τα φιλιά σου, εκεί είναι που η κατάστασή μου γίνεται δύσκολη πραγματικά. Τα φιλιά σου. Τι μπάσταρδα που είναι! Πάνε και χώνονται στα πιο απροσδόκητα μέρη μου. Στο εσωτερικό του αγκώνα μου, πίσω απ’ τα γόνατα, λίγο πιο δεξιά απ’ τον αφαλό. Προχθές βρήκα ένα πίσω απ’ το αυτί μου να ψιθυρίζει ότι απ’ όσους ποτέ με θέλησαν, εσύ μπορείς το πιο πολύ.

Στον κινηματογράφο που πήγα σε φανταζόμουν δίπλα μου, να μου τρως τα ποπ κορν και να μου δαγκώνεις τον ώμο όταν δε σου δίνω σημασία που σχολιάζεις. Να μου πιάνεις το πόδι, να παίρνεις το χέρι μου ανάμεσα στα δικά σου και να παίζεις με τα δάχτυλά μου. Να πετάς άκυρες ατάκες για τη σκηνοθεσία και τους ηθοποιούς και μετά να μου κλείνεις το στόμα με το δικό σου, για να μην ακουστεί το γέλιο μου σ’ όλη την αίθουσα. Πάντα το καταφέρνεις, όταν σε σέρνω σε δραματικά φιλμ, που εσύ βαριέσαι αφάνταστα. Όλο το βράδυ ήμουν αφηρημένη, το παρατήρησαν κι οι φίλες μου.

Καθώς πλησιάζει η ώρα για ύπνο ξανά, θυμάμαι ακόμη μια φορά τα χέρια σου γύρω μου εκείνη τη στιγμή της ημέρας. Ο τρόπος που μ’ αγκαλιάζεις τις νύχτες είναι διαφορετικός απ’ όλες τις αγκαλιές που έχω συναντήσει. Είναι σαν να με ποθείς, με προστατεύεις και μ’ εκδικείσαι ταυτόχρονα. Μου προκαλεί μια βαθιά συγκίνηση, αρκετή για να μου πάρει την ανάσα. Κι εγώ παίρνω την απόφαση. Έφτασε η ώρα του τέλους.

Θα πάρω τα κλειδιά μου, το κινητό μου και θα κλείσω το φως. Θα ρίξω μια μακριά ζακέτα στους ώμους μου, για να τη φυσάει ο αέρας και να κάνει εφέ όπως θα τρέχω στο δρόμο. Όταν βγω στον κεντρικό, θα βάλω δύο δάχτυλα στο στόμα και θα σφυρίξω στο διερχόμενο ταξί. Θα σταματήσει σαστισμένο μπροστά στην επιτακτικότητα της λαχτάρας μου κι ο ταξιτζής θα κατεβάσει το τζάμι να μου πει ότι με πάει όπου χρειαστεί. «Όπου κι αν είσαι», αυτός είναι ο προορισμός μου απόψε. Μα το Θεό, όπου κι αν είσαι, έρχομαι να σε βρω.

Το ταξί θα περνάει τα φανάρια με πορτοκαλί το ένα πίσω απ’ το άλλο κι εγώ θα σφίγγω τις γροθιές μου απ’ την ανυπομονησία να σε δω. Θα σου χτυπήσω την πόρτα και με τις δύο και τότε πια δε θα κρατιέμαι. Όταν ανοίξεις αναστατωμένος μες στα μεσάνυχτα, θα πέσεις κάτω στα γόνατα απ’ το βάρος της ανάγκης σου μόλις με δεις. Θα γονατίσω μπροστά σου κάτω απ’ τις προσταγές της ίδιας ανάγκης. Θα κολλήσω το στόμα μου στο στόμα σου, το σώμα μου στο σώμα σου και τα χέρια μου θα ψάξουν μανιωδώς για σάρκα κάτω απ’ τα ρούχα. Θα παλέψουν για ώρα οι ανάγκες μας κουβαριασμένες κάτω στο πάτωμα, ώσπου θα κατευναστούν η μία μέσα στην άλλη.

Όταν αδειασμένοι ακουμπήσουμε τα κεφάλια μας στο ίδιο μαξιλάρι κι οι βαριές ανάσες μας χαϊδέψουν τους λαιμούς μας, θα σε κοιτάξω χωρίς να παίζω πια κρυφτό κι εσύ θα καταλάβεις πια την μπλόφα μου. Θα σ’ ευχαριστήσω που δε μου λες ποτέ όχι και γίνεσαι πάντα τόσο άξιος συμπαίκτης. Μετά θα με πάρεις τη νυχτερινή σου αγκαλιά κι εγώ θ’ αποκοιμηθώ λίγο πιο ευτυχισμένη απ’ την τελευταία φορά.

Ετοιμάσου. Απόψε παίρνω ταξί κι έρχομαι να σε βρω όπου κι αν είσαι. Το παιχνίδι τελείωσε και θα το γιορτάσουμε μαζί, εσύ, εγώ κι οι ανάγκες μας.

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα