Τον ξέρετε κι εσείς αυτόν τον τύπο; Αυτόν που χρόνια τώρα τραβιέται με το πρόσωπο. Όχι, δεν ξέρουμε τον ίδιο όλοι· είναι αρκετές οι περιπτώσεις, ώστε να έχει ο καθένας κι έναν δικό του. Επίσης, βγαίνει και σε αρσενική και σε θηλυκή εκδοχή. Οι άνθρωποι λοιπόν, κάποιες φορές, τραβιόμαστε μεταξύ μας.

Πρόκειται για ζευγάρια-σίριαλ. Πάνω που νομίζεις ότι έπαιξε το τελευταίο επεισόδιο, δελτίο τύπου ανακοινώνει ότι θα υπάρξει καινούρια σεζόν.

Ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει μαζί τους. Κάθε φορά που πέφτεις πάνω σ’ έναν απ’ τους δύο, αναπόφευκτα αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι αν αυτή την περίοδο είναι μαζί ή όχι.

Μπαίνεις στο καφέ που σε περιμένει παρέα και στο παραδίπλα τραπεζάκι κάθεται εκείνος με μιαν άγνωστη. Αχα! Έχουν χωρίσει άρα κι αυτός είναι σε ραντεβού με την καινούρια. Γελάει με τ’ αστεία της, την ακουμπάει παιχνιδιάρικα πού και πού.

Αφού έχεις ξεδιαλύνει το πράγμα στο κεφάλι σου, πλησιάζεις και χαιρετάς. Χαίρεσαι (κάπως υπερβολικά λόγω ζήλου) για τη γνωριμία με την κοπέλα και ρίχνεις μυστικά βλέμματα συμπόνιας και υποστήριξης σ’ εκείνον. Για την προηγούμενη ούτε λόγος φυσικά· παρόλο που υπό άλλες συνθήκες θα ρώταγες νέα ως φίλη της. Τώρα μόκο γιατί παραείναι αμήχανο.

Αναστενάζοντας εσωτερικά από ανακούφιση, που απέφυγες τα ευτράπελα, κάνεις να φύγεις, όταν βλέπεις απ’ το πουθενά την προηγούμενη να πλησιάζει. Ω, σκατά! Ανεβάζεις σφυγμούς κι αρχίζεις να υπεροξυγονώνεσαι. Εκείνη σου χαμογελάει, σ’ αγκαλιάζει και κάθεται δίπλα του. Χαλάρωσε, false alarm,  μέχρι την τουαλέτα είχε πάει το κορίτσι, όχι στον αγύριστο  κι η άλλη αποδεικνύεται κολλητή απ’ τα παλιά. Τα διαρκή σταμάτα-ξεκίνα τους σε φθείρουν, σε αγχώνουν και σε θέτουν υπό τρομερή ψυχολογική πίεση.

Και να πεις ότι έχει και κανένα νόημα αυτό που κάνουν; Υπάρχουν στιγμές στη σχέση τους άκρατου πάθους κι άλλες αμέτρητες  απύθμενης αδιαφορίας. Τελικά, ο μέσος όρος είναι ευθεία γραμμή σε καρδιογράφημα. Καμία ελπίδα.

Τραβιούνται για χρόνια, λοιπόν, αλλά μέχρι πού μπορεί να φτάσουν προτού ξεχειλώσουν;

Ξέρω ένα ζευγάρι, που ξεκίνησε  πολύ δυναμικά. Κάποια στιγμή χώρισαν, γιατί αυτή είχε αρχίσει να γίνεται κτητική και καταπιεστική. Μετά από λίγο καιρό αυτός επέστρεψε, καθώς συνειδητοποίησε ότι του έλειπε. Αργότερα χωρίζουν, αυτή τη φορά επειδή ήθελε χρόνο με τον εαυτό του. Ξανά μαζί. Ξανά χώρια, καθώς αποφάσισαν ότι είχε έρθει καιρός να δοκιμάσουν κάτι καινούριο κι οι δύο. Η δοκιμή ήταν σκέτη αποτυχία. Κάπως έτσι, άλλαζαν χρώμα τα φύλλα στα δέντρα, ώσπου το ζευγάρι μας μια ωραία πρωία σφύριξε την οριστική λήξη του αγώνα και σήμανε το τέλος εποχής.

Αναμενόμενο. Όταν η κτητικότητα του άλλου είναι φυλακή αντί για καλοδεχούμενη εκδήλωση ενδιαφέροντος, όταν αποζητούμε χρόνο μακριά απ’ τη σχέση και ψάχνουμε νέες εμπειρίες, δε σημαίνει ότι κάνουμε κινήσεις ανανέωσης.

Ανανέωση στη σχέση φέρνουμε από κοινού με τον άλλο και μέσα σ’ αυτή, όχι ο καθένας μόνος του ξενοπηδώντας. Πίσω γυρνάμε από κεκτημένη ταχύτητα και σε κάτι που δε μοιάζει πια μ’ αυτό που ήταν κάποτε. Το γεγονός ότι ξεκίνησε πολλά υποσχόμενο, δε σημαίνει ότι κράτησε τις υποσχέσεις του μέχρι σήμερα. Το οριστικό τέλος είναι θέμα χρόνου, απλώς περιμένουμε να συγκεντρωθούν στην ατμόσφαιρα τα κατάλληλα ποσοστά ωριμότητας, μπουχτίσματος κι ετοιμότητας για αλλαγή.

Ξέρω κι ένα άλλο ζευγάρι, που μετά από πολλά σταμάτα-ξεκίνα θεώρησε ότι έπιασε  Εθνική και μπορούσε επιτέλους να πατήσει ανενδοίαστα γκάζι. Πλάκωσαν οι προτάσεις γάμου, ανταλλαγή όρκων αιώνιας αγάπης ενώπιον Θεού κι ανθρώπων στ’ αρραβωνιάσματα (παράδοση ντε!) και μέσα σ’ όλα μάστορες για την επέκταση στο σπίτι – να γίνει σωστά το ξεκίνημα της κοινής τους ζωής, άσχετα που ήταν μαζί εκατόν πενήντα χιλιάδες χρόνια.

Το συννεφάκι ήταν ένα, αλλά άστραψε και βρόντηξε θαυματουργό. Μέσα στους επόμενους μήνες είχαν επιστραφεί εκατέρωθεν οι όρκοι αγάπης μαζί με τα κοσμήματα, οι μαστόροι παράτησαν τα μπετά και πήγαν για καφέ και διακόπηκε κάθε επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι. Εκείνη τα έφτιαξε μ’ ένα τεκνό μερικά χρόνια μικρότερό της, γιατί μωρέ της στάθηκε βράχος σ’ αυτή τη δύσκολη φάση, κι εκείνος έμεινε με το μονόπετρο, που μάλλον πλέον αποκαλεί «his precious».

Η βάρκα τους έμπαζε νερά απ’ την αρχή κι η λύση που έδωσαν ήταν ν’ αρπάξουν από ένα σφηνοπότηρο και ν’ αρχίσουν ν’ αδειάζουν. Η σχέση τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σιγουράκι. Βρόμαγε από μακριά ανασφάλεια και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Πώς θα ξαναέφτιαχναν τις ζωές τους, αν χώριζαν μετά από τόσα χρόνια απόσυρσης απ’ την αγορά; Είχαν ξεχάσει πώς να γίνονται διαθέσιμοι ή να διεκδικούν. Επομένως, κατέληξαν σ’ ένα συμβιβασμό. Όχι γάμο. Όταν όμως συνειδητοποιείς ότι τα επόμενα πενήντα ενδεχομένως χρόνια σου θα τα ζήσεις υπό αυτή την ταμπέλα, απελπίζεσαι ακριβώς όσο χρειάζεται, ώστε να καταλάβεις ότι δεν αντέχεται και να τα τινάξεις όλα στον αέρα.  

Παράδειγμα με ζευγάρι που έμεινε τελικά μαζί δεν έχω. Ίσως αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο σπάνιο είναι. Ωστόσο, ας μην αδικούμε αυτή τη μερίδα, που κάποια επιχειρήματα μπορώ να σκεφτώ υπέρ της. Πρώτον, είναι δύο άνθρωποι που αναμφισβήτητα έχουν περάσει πολλά μαζί και γνωρίζονται σε βάθος. Πόντος. Θέλουν σαν γενικότερο στόχο ζωής να κάνουν οικογένεια, δεν έχουν βρει κάποιον να τους εμπνέει περισσότερο, είναι όμως σταθερές ο ένας στη ζωή του άλλου μέσα στα χρόνια. Γιατί όχι μεταξύ τους, λοιπόν; Συμβιβασμός; Πες το κι έτσι. Μήπως είναι ο πρώτος που επιβάλλει η ζωή; Ο χρόνος περνά κι εμείς κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε κάθε δεδομένη στιγμή.

Όπως και να χρωματίσεις τη φωνή σου πάντως, το «τραβιόμαστε για χρόνια» άσχημα ακούγεται. Βάλε από δίπλα ένα ζευγάρι, που επιλέγει να είναι μαζί από αγάπη, επειδή πέρασαν χρόνια ν’ αναζητά ο ένας τον άλλον ανάμεσα σε ανάξιους εραστές κι όταν συναντήθηκαν, οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι στις κερκίδες και τους χειροκρότησαν. Ποιο φαίνεται πιο σωστό;

Με το να τραβιέστε, δεν πετυχαίνετε τίποτα. Γι’ αυτό αγαπηθείτε, μπας κι ισιώσετε.  

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα